-
1 αλιευς
I(ἐρέται Hom.; βάτραχος Arst.)
II- έως, ион. ῆος ὅ1) мореход, моряк Hom.2) рыболов, рыбак Hom., Soph., Hes., Plat.3) «рыболов» ( род хищной рыбы) Plut. -
2 ἁλιεύς
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἁλιεύς
-
3 αλιεύς
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αλιεύς
-
4 αλιεύς
(-εως) ο рыбак; рыболов -
5 ἁλιεύς
рыболов, рыбак.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἁλιεύς
-
6 ἁλιεύς
-
7 αλιηες
-
8 αλιητωρ
-
9 βυσσομετρης
-
10 κερας
τό (gen. κέρᾱτος - эп. κέρᾰος, ион. κέρεος, атт. κέρως; dat. κέρᾱτι - эп. κέραϊ, ион. κέρεϊ, атт. κέρᾳ; dual.: nom. и acc. κέρᾱτε, κέρᾶε - эп. κέρᾱ; gen. и dat. κεράτοιν, κεράοιν и κερῷν; pl.: nom. κέρᾱτα, κέρᾰα - эп. κέρᾱ, gen. κεράτων, κεράων и κερῶν, dat. κέρᾱσι, κεράεσσι; в эп. формах - ᾰ, в атт. трехсложных - ᾱ)1) рог(βοός Hom.; ταύρειον Soph.)
κόλοβος ἀγέλη κεράτων Plat. — безрогое стадо;ταῦρος εἰς κ. θυμούμενος Eur. — бодливый бык;как символ — мощи κ. σωτηρίας NT. рог спасения, т.е. могучий оплот2) рог, вещество рога(αἱ μὲν - sc. πύλαι - κεράεσσι τετεύχαται, αἱ δ΄ ἐλέφαντι Hom.)
3) роговой лук(τοξότης κέρᾳ ἀγλαός Hom.)
4) роговая втулка ( для защиты рыболовной лесы), т.е. удочка5) рогообразныи брусок, «рог»(λύρας Soph.)
6) роговой выступ7) рог ( служивший сосудом для питья)(κέρατα οἴνου Xen.; ἐξ ἀργυρέων κεράτων πίνειν Pind.)
8) рог, рожок ( духовой инструмент)(ἐπειδὰν σημήνη τῷ κέρατι Xen.; αὐλεῖν τῷ κέρατι Luc.)
9) ответвление, рукав(Ὠκεανοῦ Hes.; Νείλου Pind.)
τὸ Μενδήσιον κ. Thuc. — Мендесский рукав (Нила)10) воен., мор. крыло, фланг(δεξιόν, λαιόν Eur.)
κατὰ κ. ἐπιπίπτειν Xen. (προσβάλλειν Thuc.; συμπίπτειν Polyb.) и πρὸς τὸ κ. προσάγειν Xen. — атаковать во фланг;κατὰ τὸ εὐώνυμον τῶν Ἑλλήνων κ. εἶναι Xen. — оказаться против левого фланга греков;ἀναπτύσσειν τὸ κ. Xen. — отвести назад фланг;κατὰ κ. ἄγειν Xen. — двигаться фланговым маршем;ἐκ κέρατος εἰς φάλαγγα καταστῆσαι Xen. — перестроиться из походной колонны в боевой порядок;κατὰ μίαν ἐπὴ κέρως παραπλέοντες Thuc. — (афинские корабли), проплывающие по одному в кильватерной колонне11) вершина(τοῦ ὄρους Xen.)
12) роговой наконечник(τοῦ καλάμου Anth.)
13) membrum virile Anth.14) рея Luc.κ. ἱστῷ κυρτοῦται Anth. — рея гнется на мачте
15) клешня(τοῦ ἀστακοῦ Arst.)
16) щупальце(τοῦ σκώληκος Arst.)
17) Luc., Sext. = κερατίνης -
11 231
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 231
См. также в других словарях:
ἁλιεύς — one who has to do with the sea masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιεύς — ( έως), ο (Α ἁλιεύς) 1. αυτός που αλιεύει ψάρια, σπόγγους, κοράλλια κ.λπ., ο ψαράς 2. αυτός που με ζέση επιζητεί, επιδιώκει, συλλέγει κάτι αρχ. 1. θαλασσινός, ναυτικός, ναύτης 2. ως επίθ. θαλάσσιος, ναυτικός 3. είδος ψαριού, το είδος Lophius… … Dictionary of Greek
Αλιεύς ή Αλιέας — Μυθικός ήρωας των Φοινίκων, ο οποίος κατά την παράδοση επινόησε την αλιευτική τέχνη … Dictionary of Greek
ἁλιῆ — ἁλιεύς one who has to do with the sea masc nom/voc/acc dual ἁλιεύς one who has to do with the sea masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιεῦ — ἁλιεύς one who has to do with the sea masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιοῖν — ἁλιεύς one who has to do with the sea masc gen/dat dual (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιᾶ — ἁλιεύς one who has to do with the sea masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιᾶς — ἁλιεύς one who has to do with the sea masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιῆα — ἁλιεύς one who has to do with the sea masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιῆας — ἁλιεύς one who has to do with the sea masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιῆες — ἁλιεύς one who has to do with the sea masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)