Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἥξει

См. также в других словарях:

  • ἤξει — ἔσσομαι sum. futperf ind mp 2nd sg ἠξις coming fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἤξεϊ , ἠξις coming fem dat sg (epic) ἠξις coming fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡξεῖ — ἥκω to have come fut ind mid 2nd sg (doric) ἥκω to have come fut ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥξει — ἥκω to have come aor subj act 3rd sg (epic) ἥκω to have come fut ind mid 2nd sg ἥκω to have come fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ACROSTICHIA — in Constitut. Apostol. Alius quidem Psalmos David canat, populus vero initia versuum, quae dicuntur Acrostichia, succinat. Α᾿κροςτιχὶς enim initium versuum significar. Vide Cael. Rhodig. Antiqq. Lectionum l. 13. c. 39. et Macrum Hierotexic. De… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • AUSTRUM (ad) — ad AUSTRUM praecandi adorandique ritus, velut praescriptus a Prophetis, memoratur in Libro S. Athanasii dicto, Quaestionum nempe ad Antiochum Principem, Quaest. 37. Tom. 2. p. 344. Parisiis 1627. Quod verum quidem, si quis in Regione aliqua… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • EXCREARE — in Templis, aut mungere, olim nefas. Arrian. in Epicteto l. 4. c. 11. οὐκ ἣξει καθαρὸς, ἵνα σοι χαίρωσι οἱ συνόντες, ἀλλα καὶ εἰς τὰ ὶερὰ ἠμῖν συνέρχη τοιοῦτος, ὅπου οὐ νενόμιςται οὐδὲ ἀπομύξαςθαι, ὅλως ὠν πτύσμα καὶ μύξα; Quod cum imitarentur… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …   Dictionary of Greek

  • δη — δή (Α) (μόριο) 1. χρον. σ αυτό το σημείο, τώρα, τότε, ήδη («δὴ τότε», «δή ῥα τότε» γ. «ἐννέα δὴ βεβάασιν, ἐνιαυτοί» πέρασαν ήδη εννιά χρόνια δ. «ἕκτον δὲ δὴ τόδ ἦμαρ» αυτή είναι ακριβώς η έκτη μέρα ε. «τόδε δή» αυτή τη στιγμή ακριβώς) 2.… …   Dictionary of Greek

  • λογχήρης — ες (AM λογχήρης, ες) οπλισμένος με λόγχη, λογχοφόρος («ἤξει χθόνα λογχήρεσι... ἀσπισταῑς», Ευρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + επίθ. ήρης (I) (< ἀραρίσκω «συνδέω»), πρβλ. ξιφ ήρης] …   Dictionary of Greek

  • μύσος — το (ΑΜ μύσος καί μῡσος) ακαθαρσία σώματος και ψυχής, μίασμα, βδέλυγμα («τεκνοκτόνον μύσος εἰς ὄμμαθ ἥξει φιλτάτῳ ξένων ἐμῶν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε *μυδ σ ος, οπότε εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα *mu d τής ΙΕ ρίζας *meu d… …   Dictionary of Greek

  • τίσις — εως, ἡ, Α [τίνω] 1. ανταπόδοση, εκδίκηση («ἦλθε χρησμὸς ὡς τίσις ἥξει ἀπὸ θαλάσσης χαλκέων ἀνδρῶν ἐπιφανέντων», Ηρόδ.) 2. (με καλή και κακή σημ.) δύναμη για ανταπόδοση ή ανταμοιβή («Ζεύς μοι τῶν τε φίλων δοίη τίσιν... τῶν τ ἐχθρῶν», Θέογν.) 3.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»