Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἕψεμα

См. также в других словарях:

  • έψεμα — ἕψεμα, τὸ (ΑΜ) [ἕψω] (μτγν. και μσν. τ. τού ἕψημα*) 1. έψημα, βρασμένο φαγητό 2. πολτός, χυλός μσν. στον πληθ. τὰ ἑψέματα λαχανικά κατάλληλα για μαγείρεμα …   Dictionary of Greek

  • ἕψεμα — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑψεμάτων — ἕψεμα neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑψέματος — ἕψεμα neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»