Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἑψητήρ

См. также в других словарях:

  • εψητήρ — ἑψητήρ, ὁ (Α) [ἕψω] σκεύος που χρησιμεύει για βράσιμο, ψηστήρας, χύτρα …   Dictionary of Greek

  • ἑψητῆρας — ἑψητήρ dish masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαρισαίος — α και Λαρισινός, ή, ό (AM Λαρισαῑος, αία, ον, Α και Λαρίσιος, ία, ον και Λαρισηνός, ή, όν, ιων. τ. Ληρισαῑος, αία, ον) [Λάρισα] αυτός που κατάγεται από τη Λάρισα ή ο κάτοικος τής Λάρισας αρχ. φρ. «Λαρισαῑος ἑψητήρ» είδος χύτρας που κατασκευαζόταν …   Dictionary of Greek

  • οψητήρ — ὀψητήρ, ῆρος, ὁ (Α) πιθ. αγγείο για το βράσιμο τών φαγητών, χύτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει διορθωθεί σε ἑψητήρ < ἕψω*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»