Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἕπον

См. также в других словарях:

  • ΕΠΟΝ — (Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων). Μαζική, αντιστασιακή οργάνωση νεολαίας στην Ελλάδα, την περίοδο της Κατοχής. Η οργάνωση συνέχισε τη δραστηριότητά της για ένα διάστημα και μετά την απελευθέρωση. Η ΕΠΟΝ ήταν τμήμα της οργάνωσης του EAM.… …   Dictionary of Greek

  • ἐπόν — ἔπειμι 1 sum pres part act masc voc sg ἔπειμι 1 sum pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕπον — ἕπομαι pres part act masc voc sg ἕπομαι pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὐπόν — ἐπόν , ἔπειμι 1 sum pres part act masc voc sg ἐπόν , ἔπειμι 1 sum pres part act neut nom/voc/acc sg ὀπόν , ὀπός juice masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • αντίσταση — Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ιστορικά γεγονότα του B’ Παγκοσμίου πολέμου υπήρξε το φαινόμενο της Α., την οποία προέταξαν στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους οι κατεχόμενοι από τον Άξονα πληθυσμοί στις διάφορες χώρες. Οι πολιτικές και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… …   Dictionary of Greek

  • Θεοδωρακόπουλος, Λουκάς — (Άμφισσα 1925 –). Λογοτέχνης. Εργάστηκε ως ιδιωτικός υπάλληλος και μεταφραστής. Έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση (1941 44) μέσω της ΕΠΟΝ και του ΕΛΑΣ. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία· έγραψε ποιήματα, μεταφράσεις, μυθιστορήματα κ.ά.… …   Dictionary of Greek

  • Κατηφόρης, Γεώργιος — (Αθήνα 1935 –). Οικονομολόγος, καθηγητής πανεπιστημίου και ευρωβουλευτής. Σπούδασε οικονομικά και σταδιοδρόμησε αρχικά ως λέκτορας και στη συνέχεια ως καθηγητής οικονομικών σε πανεπιστήμιο του Λονδίνου (University College). Έλαβε ενεργό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας — (ΚΚΕ). Το παλαιότερο εν λειτουργία κόμμα της σύγχρονης Ελλάδας. Συγκροτήθηκε το 1918 με τη συνένωση μικρότερων πολιτικών και συνδικαλιστικών φορέων και ομίλων, με την ονομασία Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΕΚΕ), ενώ έλαβε τη σημερινή του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»