Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἁρμόζει

См. также в других словарях:

  • αρμόζει — (ως προσ. και απρόσ.) αρμόζουν (ως προσ.) Σημειώσεις: αρμόζει : εύχρηστη η λόγια μτχ. ενεστώτα αρμόζων, ουσα, ον ως επίθετο …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἁρμόζει — ἁρμόζω fit together pres ind mp 2nd sg ἁρμόζω fit together pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρέπω — ΝΜΑ 1. (κυρίως στο γ εν. και πληθ. πρόσ. με δοτ. προσ. η οποία στα νεοελλ. έγινε γεν. προσ. αντων.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι (α. «τι έχω γυναίκα όμορφη και δεν τής πρέπουν μαύρα», δημ. τραγούδι β. «και περισσότερη… …   Dictionary of Greek

  • άξιος — Ποταμός τηςΜακεδονίας με συνολικό μήκος 410 χλμ., από τα οποία τα 80 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, και λεκάνη απορροής 22.250 τ. χλμ., από τα οποία 2.300 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Πηγάζει από το όρος Σκάρδος, στα Α των συνόρων Αλβανίας και… …   Dictionary of Greek

  • ηγεμονικός — ή, ό (AM ἡγεμονικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ηγεμόνα ή σε βασιλιά ή σε αυτοκράτορα («ηγεμονικοί τρόποι») 2. ο ικανός να ηγεμονεύει, να κυβερνά, να διοικεί («ἡγεμονικός τὴν φύσιν», Πλάτ.) 3. αυτός που έχει την κλίση ή την τάση… …   Dictionary of Greek

  • ισόθεος — η, ο (ΑΜ ἰσόθεος, ον) ίσος με θεό (α. «ισόθεος βασιλιάς» β. «ἰσόθεος φώς», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. αυτός που αρμόζει σε θεό («ισόθεες τιμές») αρχ. 1. ίσος με αυτόν που ανήκει, που αρμόζει σε θεό («ἰσόθεος τυραννίς», Ευρ.) 2. (για φάρμακα) αποτελεσματικό …   Dictionary of Greek

  • πολιτικός — ή, ό / πολιτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πολίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον πολίτη (α. «πολιτικά δικαιώματα» τα δικαιώματα που συνίστανται στη συμμετοχή τού πολίτη στην άσκηση τής κρατικής εξουσίας και τα οποία είναι: το δικαίωμα τού… …   Dictionary of Greek

  • αγαθοπρεπής — ἀγαθοπρεπής, ές (Μ) 1. αυτός που αρμόζει στο αγαθό 2. επίρρ. ἀγαθοπρεπῶς όπως ταιριάζει, όπως αρμόζει στο αγαθό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγαθὸς + πρέπω] …   Dictionary of Greek

  • αιρετικός — ή, ό (Α αἱρετικός, ή, όν) 1. οπαδός αιρέσεως και, κυρίως, θρησκευτικής 2. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε αίρεση, που διενεργείται σύμφωνα με μια αίρεση (νεοελλ. μσν.) (και ως ουσ.) αυτός που δεν παραδέχεται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα όπως… …   Dictionary of Greek

  • επάξιος — α, ο (AM ἐπάξιος, ία, ον) 1. ο πραγματικά άξιος, ο αντάξιος, ο ισάξιος («ἔχονθ ἕκαστον τῆς δίκης ἐπάξια», Αισχύλ.) 2. αυτός που γίνεται κατ αξίαν, δικαίως, που αρμόζει, που πρέπει («ἐλευθέρα καλεῑ τὸ λοιπὸν καὶ γάμων ἐπαξίων τεύξει», Σοφ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • ηγετικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ηγέτη ή στην ηγεσία 2. αυτός που προσιδιάζει, που αρμόζει σε ηγέτη ή που έχει προσόντα και ιδιότητες ηγέτη. επίρρ... ηγετικά και ώς με τρόπο που αρμόζει σε ηγέτη, με τρόπο ηγετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηγέτης + …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»