Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἅρμασιν

См. также в других словарях:

  • Ἅρμασιν — Ἅρμα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅρμασιν — ἅρμα chariot neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ALATI — Dracones, apud Poetas passim occurrunt. Lucan. l. 9. v. 729. ducitis altum Aera cum pennis Hinc currum Cereris alatis draconibus vehi finxêre: Orpheus in Hymno Cereris, Α῞ρμα δρακοντέιοσιν ὑπόζεύξασα χαλινοῖς, Currui (volucrium) draconum Frena… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PELETHRONII — Lapithae a Pelethronio oppido Pelio monti subiecto sic dicti. Hi primi omnium frenorum usu invenisse dicuntur, et equorum domandorum artem. Virg. Georg. l. 3. v. 115. Frena Pelethronii Lapithae, gyrosque dedêre Impsoti dorso; atque equitem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έποχος — ἔποχος, ον [επ έχω] (Α) 1. αυτός που μετακινείται με μεταφορικό μέσο («ἐπόχους πολλοῑς ἅρμασιν ἐξορμῶσιν», Αισχύλ.) 2. εκείνος που κάθεται σταθερά πάνω στο άλογο 3. ο γυμνασμένος στην ιππασία 4. πλωτός 5. μτφ. ο εμπνεόμενος από μανία, τρελός …   Dictionary of Greek

  • λέπαδνο — το (Α λέπαδνον και λέπαμνον) νεοελλ. δερμάτινος ιμάντας που συνάπτεται στο πίσω μέρος τής σαγής τού ίππου για να τόν εμποδίζει να λακτίζει αρχ. 1. ιμάντας που συνδέει τον ζυγό με τον μασχαλιστήρα τών υποζυγίων («ἅρμασιν δ ὕπο ζεύγνυσιν αὐτὼ καὶ… …   Dictionary of Greek

  • λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …   Dictionary of Greek

  • παραπλευρίδιο — το / παραπλευρίδιον, ΝΑ καθένα από τα πλατιά δερμάτινα τεμάχια τής σέλας ίππου τα οποία καλύπτουν τα πλευρά του («ὥπλιζον δὲ καὶ ἵππους... τοὺς μὲν μονίππους παραμηριδίοις τοὺς δ ὑπὸ τοῑς ἅρμασιν... παραπλευριδίοις», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * …   Dictionary of Greek

  • όχος — ο (Α ὄχος, ποιητ. και δωρ. τ. ὄκχος) δίτροχο μικρό όχημα χωρίς πλευρά για τη μεταφορά βαρέων αντικειμένων αρχ. 1. στον πληθ. οἱ ὄχοι τα νεύρα τής υστέρας 2. πιθ. οχετός 3. φρ. α) «ἅρματος ὄχος» όχημα β) «ὄχος ταχυήρης» πλοίο γ) «τροχαλοὶ ὄχοι» οι …   Dictionary of Greek

  • u̯eĝh- —     u̯eĝh     English meaning: to move, carry, drive     Deutsche Übersetzung: “bewegen, ziehen, fahren under dgl”     Note: eine zero grade uĝh only in Ar. and probably also in Alb.     Material: O.Ind. váhati “leads, travels, zieht, fũhrt… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • ИОАНН IV ПОСТНИК — Патриархи К польские Иоанн IV и Павел. Фрагмент иконы «Минея годовая». 1 я пол. XVI. (Музей икон, Рекклингхаузен) Патриархи К польские Иоанн IV и Павел. Фрагмент иконы «Минея годовая». 1 я пол. XVI. (Музей икон, Рекклингхаузен) [греч. ᾿Ιωάννης… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»