-
1 άρμα
ἄρμαthat which one takes: neut nom /voc /acc sgἄρμᾱ, ἄρμαthat which one takes: fem nom /voc /acc dualἄρμᾱ, ἄρμαthat which one takes: fem nom /voc sg (doric aeolic)——————ἅρμαchariot: neut nom /voc /acc sg——————ἄρμα, ἄρμαthat which one takes: neut nom /voc /acc sgἄρμᾱ, ἄρμαthat which one takes: fem nom /voc /acc dualἄρμᾱ, ἄρμαthat which one takes: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 ἅρμα
1 chariot ἅρμα θοὸν τάνυεν sc. Poseidon O. 8.49τίς ἔλαχε στέφανον χείρεσσι ποσίν τε καὶ ἅρματι O. 10.62
εὔδοξον ἅρματι νίκαν P. 6.17
Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα P. 6.32
τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι P. 11.46
ἅρμα δ' ὀτρύνει Χρομίου Νεμέα τ ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος N. 1.7
τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ' ἀναβαίνων N. 9.4
νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις ἅρμασί τε γλαφυροῖς ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν (sc. Ἄδραστος) N. 9.12ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας I. 1.14
ἄμμι δ' ἔοικε Κρόνου σεισίχθον υἱὸν γείτον ἀμειβομένοις εὐεργέταν ἁρμάτων ἱπποδρόμιον κελαδῆσαι i. e. Poseidon I. 1.54ἴστε μὰν Κλεωνύμου δόξαν παλαιὰν ἅρμασιν I. 3.16
( φάμα):ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν I. 4.25
ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ; ἅρμασιν ἵπποι I. 5.5
ἅρμα Θηβαῖον (sc. ἐξοχώτατόν ἐστι) fr. 106. 5. παρὰ Λύδιον ἅρμα πεζὸς οἰχνέων fr. 206. ὑφ' ἅρμασιν ἵππος fr. 234. pl. pro sing., “ ἐμὲ δ' ἐπὶ ταχυτάτων πόρευσον ἁρμάτων ἐς Ἆλιν” O. 1.77Ἱέρωνος ὑπὲρ καλλινίκου ἅρμασι P. 1.33
ξεστὸν ὅταν δίφρον ἔν θἅρματα πεισιχάλινα καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον ( ἔν τ' ἄρματα v. l.) P. 2.11χαμαὶ καταβαὶς ἀφ' ἁρμάτων N. 6.51
ἐπεὶ τετραόροισιν ὥθ' ἁρμάτων ζυγοῖς ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς (ὡς ἐπὶ τῶν ἁρμάτων ὁ ῥυμὸς μέσος ἐστίν, οὕτως ὁ Σωγένους οἶκος ἐξ ἀμφοτέρων τῶν χειρῶν ἔχων τὰ σὰ τεμένη, μέσος ἐστίν. Σ.) N. 7.93 met., chariot of the Muses, i. e. song,ἔτι γλυκυτέραν κεν ἔλπομαι σὺν ἅρματι θοῷ κλείζειν O. 1.110
Θώρακος, ὅσπερ ἐμὰν ποιπνύων χάριν, τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων τετράορον P. 10.65
ἔσσυταί τε Μοισαῖον ἅρμα Νικοκλέος μνᾶμα πυγμάχου κελαδῆσαι I. 8.61
πο] τανὸν ἅρμα Μοισα[ Πα. 7B. 13. -
3 ἅρμα
ἅρμα (ἄρω), τό, 1) Wagen, bei Hom. Streitwagen, zweirädrig, von Pferden gezogen; oft auch plur. für sing., z. B.ll. 4, 366; pleon. ἁρμάτων ὄχοι Eur. Phoen. 1197. Auch das Gespann, z. B. ἅρματος τροφεύς Plat. Legg. VIII, 834 b; τέϑριππον, τέτρωρον Pind.; Eur. ἅρματα τρέφειν, Pferde zum Wagenrennen halten; ἅρμα ἐλαύνειν Ar. Nub. 70; Plat. Phaedr. 246 e; ζευγνύναι Tim. 22 c. Auch bei Xen. ist ἅρμα Streitwagen, Cyr. 3, 3, 60 u. öfter; δρεπανηφόρον, Sichelwagen. – 2) eine Berggegend in Attika, wo man auf weissagende Blitze wartete; dah. δι' ἅρματος, sprichwörtl. von spät, nach langem Warten erfolgenden Dingen, Strab.; καὶ σπανίως, ἑστιᾶν, Plut. Quaest. Symp. 5, 5.
-
4 αρμα
I1) конная повозка(ὑφ΄ ἅρμασιν ἵππος, ἐν δ΄ ἀρότρῳ βοῦς Pind.)
2) боевая колесница Hom., Trag., Xen., Arst., тж. священная(ἅ. ἱρὸν τοῦ Διός Her.) и (у римлян) триумфальная (ἅρματι χρήσασθαι Plut.)
3) конная запряжка(τέθριππον Pind.; τέτρωρον Eur.)
4) упряжная лошадь(ἅρματα τρέφειν Xen.; ἄρματα φυσῶντα καὴ πνέοντα Arph.)
II(τέν Ἀφροδίτην ἅ. καλοῦσιν Plut.)
-
5 Άρμα
-
6 Ἅρμα
-
7 ἄρμα
A that which one takes: food, used by Hp., acc. to Hellad. ap. Phot.p.533 B., cj. in Hes.Th. 639 (pl.).II burden, load, Aq.De.1.12, al.-------------------------------------------A union, love, Delphic word, Plu.2.769a, Hsch. -
8 ἄρμα
--------------------------------ἄρμα, Vereinigung, Beischlaf -
9 ἄρμα
-
10 ἄρμα [2]
ἄρμα (ἄρω), ἡ, Vereinigung, Beischlaf, bei den Delphiern, Plut. Amat. 23.
-
11 Αρμα
- ατος τό Гарма1) деревня близ Фив Hom.2) горная область в Аттике, где прорицатели подолгу выжидали вещих знаменийδι΄ Ἅρματος ирон. Plut. — через томительно долгие промежутки
-
12 ἅρμα
A chariot, esp. war-chariot, Il.5.231, etc.; freq. in pl. for sg., , etc.;τὰ Λυδῶν ἄρματα Sapph.Supp.5.19
;ἵππους ὑφ' ἅρμασι ζευγνύναι A.Pers. 190
, E.Hipp. 111;ἵππους ὑφ' ἅρματα ἄγειν A.Pr. 465
;πῶλον.. ζυγέντ' ἐν ἅρμασιν Id.Ch. 795
(lyr.); opp. ἁρμάμαξα (q. v.); also, racing-chariot drawn by horses, opp. ὄχημα (a mule-car), Pi.Fr.106.5;ἅ. τέλειον IG2.967.45
;ἁρμάτων ὀχήματα E.Supp. 662
, cf. Ph. 1190; travelling-chariot, Act.Ap.8.28.2 chariot and horses, yoked chariot, Il.2.384, etc.;ἅ. τέθριππον Pi.I.1.14
; ἅ. τετράορον, τέτρωρον, Id.P.10.65, E.Alc. 483: metaph., τρίπωλον ἅ. δαιμόνων of three goddesses, E. Andr. 277 (lyr.).3 team, chariot-horses,ἅρμασιν ἐνδίδωσι κέντρον Id.HF 881
(lyr.); ; ἅρματα τρέφειν keep chariot-horses for racing, X.Hier.11.5; ἅρματος τροφεύς Pl.Lg. 834b.4 metaph.,ἅ. θαλάσσης
a ship,Nonn.
D.4.230, al., Opp.H.1.190.II a mountain district in Attica, where omens from lightning were watched for: hence prov., ὁπόταν δἰ Ἅρματος ἀστράψη, i.e. seldom or never, Str.9.2.11; δι' Ἅρματος alone, Plu.2.679c.III Pythag. name for unity, Theol.Ar.6. -
13 ἅρμα
ἅρμα, ατος: chariot, esp. the warchariot; very often in pl., and with ἵπποι, Il. 5.199, 23, Il. 4.366; epithets, ἄγκυλον, ἐύξοον, ἐύτροχον, θοόν, καμπύλον, δαιδάλεα, κολλητά, ποικίλα χαλκῷ. For the separate parts of the chariot, see ἄντυξ, ἄξων, ῥῦμός, ἕστωρ, ἴτυς, ἐπίσσωτρα, πλῆμναι, κνήμη, δίφρος, ζυγόν. (See cut No. 10, and tables I. and II.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἅρμα
-
14 Αρμα
Αρμα: a town in Boeotia, Il. 2.499†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Αρμα
-
15 ἅρμα
-
16 ἅρμα 1
ἅρμα 1.Grammatical information: n. (pl.)Dialectal forms: Myc. amo \/ armo\/, dat. amotei, pl. amota, but it means `wheel'; amotejonade \/armoteiōna-de\/ `to the wheel workingplace'. On traces of the meaning `wheel' in Homer s. Panagl, Papers...Szemerényi (1992) 137-44. On the development (Myc. armho-, not yet * harmo-) Ruijgh, Études 48 n. 17.Compounds: ἁρματο-πηγός (Il.) `wheel-maker' etc. ἁρμάμαξα contains ἄμαξα (Ar.), unless it is an adapted Persian word. On βητάρμων s.v.Etymology: From ἀρ- `fit' in ἀραρίσκω; spiritus asper from original suffix - sm- (Schwyzer 523, Chantr. Form. 175), also in: ἁρμός (s. ἁρμόζω), ἁρμονία, ἁρμαλια (s.s.vv.). - Outside Greek there are several forms with m-suffix, e. g.Lat. arma pl. `weapons', armentum `herd' (independent formation), Arm. y-armar `fitting'. (Not here Lat. armus m. `arm', Goth. arms id., Skt.īrmá- id. etc. (\< * h₂(e)rH-mo-).Page in Frisk: 1,142-143Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἅρμα 1
-
17 ἄρμα 2
ἄρμα 2.Grammatical information: n.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Connected with αἴρω, - ομαι as `take for onself' or with ἀραρίσκω, cf. ἄρμενα in the meaning `food' and ἁρμαλιά. - Further in the gloss νωγαλεύματα η νωγαλίσματα τὰ κατὰ λεπτὸν ἐδέσματα. οἱ δε τὰ μη εἰς χορτασίαν, ἀλλὰ τρυφερὰ ἄρματα H. NGr. (Pont., Capp.) ἄρματα `ornaments of a woman' can hardly belong here.Page in Frisk: 1,143Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄρμα 2
-
18 ἅρμα
ἅρμα, ατος, τό (Hom.+) carriageⓐ traveling-chariot (Dio Chrys. 64 [14], 20 and Ps.-Apollod. 3, 5, 7, 5 ἐφʼ ἅρματος; Gen 41:43; 46:29; Jos., Ant. 8, 386 ἐφʼ ἅρματος καθεζομένῳ) Ac 8:28f, 38.ⓑ esp. war-chariot (X., Cyr. 6, 3, 8; Jos., Ant. 2, 324) Rv 9:9 (cp. Jo 2:5); 1 Cl 51:5 (cp. Ex 14:23, 26, 28; 15:19).—DELG. M-M. -
19 ἄρμα
τὸ ἄρμα, ἀτος ['слаженное'] (двухколесная) колесница -
20 ἄρμα
Βλ. λ. άρμα
См. также в других словарях:
ἇρμα — ἄρμα , ἄρμα that which one takes neut nom/voc/acc sg ἄρμᾱ , ἄρμα that which one takes fem nom/voc/acc dual ἄρμᾱ , ἄρμα that which one takes fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρμα — that which one takes neut nom/voc/acc sg ἄρμᾱ , ἄρμα that which one takes fem nom/voc/acc dual ἄρμᾱ , ἄρμα that which one takes fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἅρμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅρμα — chariot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρμα — Αρχαία πόλη της Ταναγραίας στη Βοιωτία. Πήρε το όνομά της από το άρμα του Αμφιάραου που, σύμφωνα με τοπική παράδοση, εξαφανίστηκε στη θέση αυτή κατά τη φυγή των Αργείων από τις Θήβες. Την πόλη αυτή μνημονεύει και ο Όμηρος. * * * (I) ἄρμα, η (Α)… … Dictionary of Greek
Άρμα — Αρχαία πόλη της Ταναγραίας στη Βοιωτία. Πήρε το όνομά της από το άρμα του Αμφιάραου που, σύμφωνα με τοπική παράδοση, εξαφανίστηκε στη θέση αυτή κατά τη φυγή των Αργείων από τις Θήβες. Την πόλη αυτή μνημονεύει και ο Όμηρος. * * * Ἅρμα, το (Α) 1.… … Dictionary of Greek
άρμα μάχης — Όχημα, ερπυστριοφόρο και θωρακισμένο, οπλισμένο βασικά με πυροβόλο και πολυβόλα. Τα ά.μ. χαρακτηρίζονται από την ικανότητά τους να κινούνται σχεδόν σε οποιοδήποτε έδαφος από την προστασία του θώρακα και την ισχύ πυρός. Διακρίνονται σε ελαφρά (για … Dictionary of Greek
άρμα — I (λ. λατιν.), συνήθως στον πληθ. άρματα, τα όπλο, όπλα: Πέθαναν με τ άρματα στο χέρι. Φρ. «βάζω κάτω (ή ρίχνω) τ άρματα», αναγνωρίζω πως νικήθηκα (κυριολ. και μτφ.). II ατος 1. αρχαίο πολεμικό όχημα δίτροχο, ελαφρύ, που το έσερναν δύο ή τέσσερα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αρμά (Αγίου Γεωργίου), μονή — Ανδρικό μοναστήρι του νομού Ευβοίας, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Χαλκίδας. Ο χρόνος ίδρυσης του μοναστηριού παραμένει άγνωστος. Από την τοιχοδομία και τα άλλα αρχιτεκτονικά στοιχεία προκύπτει ότι το καθολικό χτίστηκε σε διάφορες εποχές.… … Dictionary of Greek
άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… … Dictionary of Greek
ἄρμ' — ἄρμα , ἄρμα that which one takes neut nom/voc/acc sg ἄρμαι , ἄρμα that which one takes fem nom/voc pl ἄρμᾱͅ , ἄρμα that which one takes fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)