-
1 βροχος
ὅ1) затяжная петля, веревка для удавления Hom., Her., Aesch., Soph., Dem., Plut.2) петля, очко(ἀρκύων Eur., Xen.)
3) силок(ἱστάναι βρόχους Arph.)
4) сеть, тенеты(θηρῶν βρόχοι Eur.)
-
2 βρόχος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βρόχος
-
3 βρόχος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βρόχος
-
4 βρόχος
ο1) затягивающаяся, затяжная петля, аркан; 2) силок, тенёта -
5 βροχός
ο1) дикий овёс, 2) толстая шёлковая нитка -
6 βρόχος
1. петля (затяжная), силок, аркан.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βρόχος
-
7 αβροχος
21) неорошенный, безводный или засушливый(πεδία Eur.)
2) не окунутый в воду, сухой(μόλιβος Anth.)
μία μοι ἄγκυρα ἔτι ἄ. погов. Luc. — есть у меня еще один сухой якорь, т.е. еще одно неиспробованное средство;ἄβροχον διαβιβάζειν στρατόν Luc. — переправить войско по-суху3) не впадающий в море(ὕδωρ = Ἀλφειὸς ποταμός Anth.)
-
8 αγχονιος
-
9 αιπυς
- εῖα -ύ1) высоко вздымающийся, высокий; крутой; отвесный(ὄρος, πέτρη, τεῖχος Hom.)
ὅ αἰ. ούρανός Soph. — небесная высь;βρόχος αἰ. Hom. — отвесно висящая петля;αἰπυτάτου ἐπ΄ ἀκρέμονος Anth. — на самой высокой ветке2) стремительный, быстрый(ὄλεθρος, φόνος Hom.; θάνατος Pind.)
3) бурный, яростный(χόλος Hom.)
4) глубокий(σκότος Pind.; σοφίη Anth.)
αἰπεῖα ἰωή Hes. — глухой шум;ὁρμαίνων δόλον αἰπὺν ἐνὴ φρεσίν HH. — глубоко в душе замышляя хитрость5) трудный, тяжелый(πόνος Hom.)
αἰπύ οἱ ἐσσεῖται Hom. — трудно ему будет -
10 αμφιβροχος
-
11 βροχις
-
12 διαβροχος
21) орошаемый(ἄγκος ὕδασι διάβροχον Eur.)
2) влажный, полный слез(ὄμμα Eur.)
3) влажный, сырой(γῆ Arst.; τόπος Polyb., Plut.)
4) протекающий, давший течь или отсыревший(νῆες Thuc.)
5) смоченный, вымоченный(ὄξει Plut.)
6) пропитанный или покрытый(αἵματι Plut.)
τῇ μέθῃ δ. Luc. — совершенно пьяный7) размокшийδ. τῷ ἔρωτι ирон. Luc. — размякший от любви -
13 εμβροχη
Iἥ [ἐμβρέχω] примочка, припарка(ἐ. καὴ κατάπλασμα Plut.)
IIἥ [βρόχος] веревка с петлей Luc. -
14 εναυχενιος
-
15 ευβροχος
-
16 μιτωδης
-
17 παναφυκτος
-
18 πολυβροχος
-
19 1029
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1029
См. также в других словарях:
βρόχος — noose masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχος — ο (AM βρόχος) 1. θηλιά που χρησιμοποιείται σαν αγχόνη 2. παγίδα για πουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Στην ύπαρξη τ. μόροττον «εκ φλοιού πλέγμα τι, ῳ έτυπτον αλλήλους τοις Δημητρίοις» (Ησύχ.) στηρίζεται η υπόθεση της αναγωγής του βρόχος σε τ. *μρόχος (>… … Dictionary of Greek
βροχός — (I) ο [βρόχος] 1. χοντροκλωσμένο νήμα από μετάξι 2. ονομασία του φυτού αβένη η γενειοφόρος. (II) ο [βρέχω] λάκκος γεμάτος με νερό της βροχής … Dictionary of Greek
βρόχος — ο 1. σχοινί με θηλιά στη μια άκρη, που χρησιμοποιείται ως αγχόνη: Παλαιότερα, απαγχόνιζαν πολλούς κατάδικους περνώντας στο λαιμό τους έναν τεράστιο βρόχο. 2. όργανο για να πιάνουν άγρια ζώα, λάσο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρόχω — βρόχος noose masc nom/voc/acc dual βρόχος noose masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχοι — βρόχος noose masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχοις — βρόχος noose masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχοισι — βρόχος noose masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχοισιν — βρόχος noose masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχον — βρόχος noose masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχου — βρόχος noose masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)