-
1 διαβροχος
21) орошаемый(ἄγκος ὕδασι διάβροχον Eur.)
2) влажный, полный слез(ὄμμα Eur.)
3) влажный, сырой(γῆ Arst.; τόπος Polyb., Plut.)
4) протекающий, давший течь или отсыревший(νῆες Thuc.)
5) смоченный, вымоченный(ὄξει Plut.)
6) пропитанный или покрытый(αἵματι Plut.)
τῇ μέθῃ δ. Luc. — совершенно пьяный7) размокшийδ. τῷ ἔρωτι ирон. Luc. — размякший от любви
См. также в других словарях:
κατάβροχος — κατάβροχος, ον (AM) μσν. ο βρεγμένος πολύ αρχ. ο κατακλυσμένος από νερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βροχος (< βρέχω), πρβλ. διά βροχος, έμ βροχος] … Dictionary of Greek
έρμα — το (AM ἕρμα) πρόσθετο βάρος το οποίο τοποθετείται στο κύτος πλοίου ή λέμβου για να αυξήσει την ευστάθειά τους, η σαβούρα νεοελλ. 1. πρόσθετο βάρος, το οποίο τοποθετείται στη λέμβο αερόστατου, για να ρυθμίζεται η ανύψωσή του 2. στρώμα από σκύρα,… … Dictionary of Greek