Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

διά-βροχος

См. также в других словарях:

  • κατάβροχος — κατάβροχος, ον (AM) μσν. ο βρεγμένος πολύ αρχ. ο κατακλυσμένος από νερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βροχος (< βρέχω), πρβλ. διά βροχος, έμ βροχος] …   Dictionary of Greek

  • έρμα — το (AM ἕρμα) πρόσθετο βάρος το οποίο τοποθετείται στο κύτος πλοίου ή λέμβου για να αυξήσει την ευστάθειά τους, η σαβούρα νεοελλ. 1. πρόσθετο βάρος, το οποίο τοποθετείται στη λέμβο αερόστατου, για να ρυθμίζεται η ανύψωσή του 2. στρώμα από σκύρα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»