-
1 αβροχος
21) неорошенный, безводный или засушливый(πεδία Eur.)
2) не окунутый в воду, сухой(μόλιβος Anth.)
μία μοι ἄγκυρα ἔτι ἄ. погов. Luc. — есть у меня еще один сухой якорь, т.е. еще одно неиспробованное средство;ἄβροχον διαβιβάζειν στρατόν Luc. — переправить войско по-суху3) не впадающий в море(ὕδωρ = Ἀλφειὸς ποταμός Anth.)
-
2 άβροχος
η, ο [ος, ον ]1) сухой, несмоченный; 2) засушливый; § αβρόχοις ποσίν без труда, легко -
3 ολοσχοινος
ὅ тростник, камыш ( который употреблялся для плетеных изделий или в высушенном виде - βεβρεγμένος, или в сыром - ἄβροχος)ἀπορράπτειν τινὴ στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ Aeschin. — зашить кому-л. рот сырым тростником, т.е. без труда заставить кого-л. замолчать -
4 Μάιος
– Μάης άβρεχτος, Τρυγητής χαρούμενος ( Τρυγητής - Σεπτέμβρης)– Μάης άβροχος, χρονιά ευτυχισμένη– Μάης με τα τριαντάφυλλα κι ο Ιούνης με τα μήλα– Μες' στο Μάη μη φυτέψεις και την πρώτη μη δουλέψεις– Το Μάη κουκιά και τον Αύγουστο σταφύλιαΕλληνικές παροιμίες - οιωνοί – Греческие пословицы - приметыИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μάιος
-
5 Αύγουστος
– Αύγουστε καλέ μου μήνα, να 'σουν δυο φορές το χρόνο– Αύγουστος άβροχος, μούτσος αμέτρητος– Κάθε πράγμα στον καιρό του, κι ο κολιός τον Αύγουστο– Μακάρι σαν τον Αύγουστο να 'ταν οι μήνες όλοι– Ο Αύγουστος επάτησε, η άκρα του χειμώνα– Τον Αύγουστο τον χαίρονται οπ' έχουν να τρυγήσουνΕλληνικές παροιμίες - οιωνοί – Греческие пословицы - приметыИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αύγουστος
См. также в других словарях:
ἄβροχος — unwetted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άβροχος — η, ο (Α ἄβροχος, ον) άβρεχτος νεοελλ. (ιδιωμ. έκφρ.) «αβρόχοις ποσίν» χωρίς ζημιά, αβαρία, χωρίς δυσκολία, άκοπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + βρέχω] … Dictionary of Greek
άβροχος — η, ο χωρίς να βρέξει: Στενοχωριόταν, γιατί ο Μάρτης είχε περάσει άβροχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀβρόχως — ἄβροχος unwetted adverbial ἄβροχος unwetted masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄβροχον — ἄβροχος unwetted masc/fem acc sg ἄβροχος unwetted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβρόχοις — ἄβροχος unwetted masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβρόχου — ἄβροχος unwetted masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβρόχους — ἄβροχος unwetted masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβρόχων — ἄβροχος unwetted masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβρόχῳ — ἄβροχος unwetted masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄβροχα — ἄβροχος unwetted neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)