Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἄκοιτιν

См. также в других словарях:

  • ἄκοιτιν — ἄκοιτις bedfellow fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ANTIOPA vel ANTIOPE — ANTIOPA, vel ANTIOPE Nyctei filia, et uxor Lyci Regis Thebarum, et Aegyptiorum. Hanc Iuppiter in Satyrum mutatus compressit, quod cum Lycus comperisset, eâ repudiatâ, Dircen superinduxit, a qua in carcerem coniecta est: Verum cum partus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CANTOR — I. CANTOR Graece Α᾿ιδὸς apud Homer. Od. γ. v. 265. Η῞δ᾿ ἤτοι το πρὶν μὲν ἀναίνετο ἔργον ἀεικὲς Δῖα Κλυταιμνήςτρη, φρεσὶ γὰρ κέχρητ᾿ ἀγαθῇτι, Παῤ γὰρ ἔην καὶ Αὀιδὸς ἀνὴρ, ᾧ πόλλ῾ ἐπέτελλεν Α᾿τρείδης, Τροὶηνδε κιὼν; εἴρυςθαι ἄκοιτιν, Α᾿λλ᾿ ὅτε δή… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παλλακίδα — η (ΑΜ παλλακίς, ίδος) γυναίκα που συμβιώνει με άνδρα χωρίς επίσημο γάμο, σε αντιδιαστολή και προς τη νόμιμη σύζυγο και προς την εταίρα («παλλακίδος... τὴν αὐτὸς φιλέεσκεν, ἀτιμάζεσκε δ ἄκοιτιν», Ομ. Ιλ.) αρχ. ιέρεια που παλλακευόταν για λόγους… …   Dictionary of Greek

  • συν — σύν ΝΜΑ, και ξὺν και βοιωτ. τ. σούν Α (κύρια μονοσύλλαβη πρόθεση, στη νεοελλ. κυρίως σε λόγια χρήση, η οποία συντάσσεται με δοτική) 1. μαζί, από κοινού (α. «συν γυναιξί και τέκνοις» β. «ἐπαιδεύετο σὺν τῷ ἀδελφῷ», Ξεν.) 2. με τη βοήθεια (α. «συν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»