Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐκποδών

См. также в других словарях:

  • εκποδών — ἐκποδών (AM) επίρρ. 1. έξω από τα πόδια τών άλλων, μακριά απο τους άλλους («ἐκποδὼν διατρίβω, ἵσταμαι κ.λπ.») 2. έξω απ τα πόδια κάποιου, μακριά από κάποιον, χωρίς να ενοχλείται κάποιος («ἐκποδὼν χωρήσομαι Ἑκάβῃ», «ἐκποδὼν... τοῡδ ἔχων… …   Dictionary of Greek

  • ἐκποδών — away from the feet indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκποδῶν — ἐκ ποδόω tighten pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐκ ποδόω tighten pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐκ ποδόω tighten pres part act masc nom sg ἐκ ποδόω tighten pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'κποδών — ἐκποδών , ἐκποδών away from the feet indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀκποδών — ἐκποδών , ἐκποδών away from the feet indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμποδών — (Α ἐμποδών) (επίρρ. κατ αναλογ. προς το ἐκποδών*) 1. μέσα στα πόδια, μπρος στα πόδια («κτείνειν πάντα τὸν ἐμποδὼν γινόμενον», Ηρόδ.) 2. ως εμπόδιο, με τρόπο που να δημιουργεί ή να παρουσιάζει εμπόδια («οὐδεὶς ἐμποδών κεῑται νόμος», Ευριπ.) 3. με… …   Dictionary of Greek

  • Apage — is an Ancient Greek word (άπαγε (Imperative απ άγω, “ lead away ”)) and means:*In Ancient Greek an annoyed exclamation: Pack off! , Away with you! or as the phrase Aπαγε ὲς μακαρίαν ὲκποδὼν : Damn you! . In the Middle Ages it was used in exorcism …   Wikipedia

  • Apage — v. altgr. άπαγε (Imp. von απ άγειν, wegführen ) bezeichnet im Altgriechischen ein ärgerlicher Ausruf: Pack Dich! , Fort mit Dir! ; oder als Phrase Aπαγε ὲς μακαρίαν ὲκποδὼν (apage es makarian ekpodon) Scher Dich zum Teufel! , im Mittelalter als… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Ypsilon — Ypsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ὕβριν χρὴ σβεννύναι μᾶλλον ἢ πυρκαϊήν …   Deutsch Wikipedia

  • απάγω — (AM ἀπάγω) [άγω] αρπάζω και κρατώ κάποιον αρχ. 1. οδηγώ μακριά και κρατώ («ἀπάγουσι βόας καὶ ἴφια μῆλα» κλέβουν βόδια και παχιά πρόβατα, Όμηρος) 2. αφαιρώ, μετακινώ («ἀπάγω τὸ ἱμάτιον τοῡ τραχήλου», Πλούταρχος) 3. οδηγώ μακριά, αποσύρω («ἀπάγω… …   Dictionary of Greek

  • μάταιος — η ο, θηλ. και α, (ΑM μάταιος, ον, θηλ. και αία) (για λόγια ή πράξεις) άσκοπος, ανώφελος, άχρηστος, αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, ατελεσφόρητος (α. «παῡσαι λέγων λόγους ματαίους», Η ρόδ. β. «ἄνθρωποι δὲ μάταια νομίζομεν», Θέογν.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»