-
1 ἀπό-κηρος
-
2 ἀπόκηρος
ἀπό-κηρος, dem Geschick nicht unterworfen, unsterblich -
3 αποκηρος
-
4 воск
ο κηρός, το κερί горный - ο οζο-κηρίτηςканде-лильский - από κανδελίλλη/καντέλιλλαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > воск
-
5 ἱερός
ῐερός (-όν, -οί, -ῶν, -οῖς; -ᾶς, -ᾷ, -άν, -αῖς, -αῖσι(ν); -ῷ, -όν, -ῶν, -οῖς: superl. - ώτατον nom., voc., acc.: ἱερ- thrice.)1 of persons, venerated holy ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί the dead kings of Cyrene P. 5.97 νόσοι δ' οὔτε γῆρας οὐλόμενον κέκραται ἱερᾷ γενεᾷ the Hyperboreans P. 10.42 Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε ( θέμιν flagitavit Wil.) P. 11.9 Σπαρτῶν ἱερὸν γένος ἀνδρῶν ὑμνήσομεν; fr. 29. 2. εὐάρματε χρυσοχίτων ἱερώτατον ἄγαλμα Θήβα fr. 195.2 of things,a of places, as being of religious interest. ἱερὸν ἔσχον οἴκημα Akragas O. 2.9 ἱερὰν νᾶσον Thera P. 4.6 “ Ταίναρον εἰς ἱερὰν” P. 4.44ἐκ τᾶς ἱερᾶς Σικυῶνος N. 9.53
[ τανδιεραν = ? ταν διεραν, fr. 33a.] ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις fr. 75. 4. ὑπὲρ πόντιον Ἕλλας πόρον ἱερόν ( ἱρόν Snell.) fr. 189.b of festivals, sanctuaries, as honouring or belonging to the gods.ἐξ ἱερῶν ἀέθλων O. 8.64
ἱεροῖς ἐν ἀέθλοις O. 13.15
ἱερῶν ἀγώνων (Er. Schmid e Σ: ἱερᾶν codd.) N. 2.4ἀγώνων ἄπο, τοὺς ἐνέποισιν ἱερούς N. 6.59
ἔκρυψαν τὸ πάντων ἔργων ἱερώτ[ατον the third temple of Apollo at DelphiΠα... Τυν]δαριδᾶν ἱερῷ [τεμέ]νει Pae. 18.1
c ἔλαφον, ἅν ποτε Ταυγέτα ἀντιθεῖσ Ὀρθωσίᾳ ἔγραψεν ἱεράν consecrated O. 3.30Ἰάσων δραπὼν ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον P. 4.131
κλάροισι θεοπροπέων ἱεροῖς P. 4.190
“κρυπταὶ κλαίδες ἐντὶ σοφᾶς Πειθοῦς ἱερᾶν φιλοτάτων, Φοῖβε” divine love-affairs P. 9.39 ἀλλ ἐγὼ τᾶς ἕκατι κηρὸς ὣς δαχθεὶς ἕλᾳ ἱερᾶν μελισσᾶν τάκομαι ( ἕλᾳ ἱρᾶν Bergk: ἐλεηρὰν codd., “un être vivant, qui présente un aspect mysterieux” van Groningen: v. μέλισσα) fr. 123. 11. ταῖς ἱεραῖσι μελίσσαις τέρπεται (Boeckh: ἱεραῖς codd.: i. e. priestesses of Demeter: v. μέλισσα) fr. 158. κεκρότηται χρυσέα κρηπὶς ἱεραῖσιν ἀοιδαῖς fr. 194. 1.d dub. & frag. [ νότιον θέρος ὕδατι ζακότῳ ἱερόν (codd. Dion. Hal. contra metr.: ῥέον Schr.)Πα.. 1.] ]ν σθένος ἱεράν[ Pae. 3.93
]οις τερφθὲν ἱαροῖς[ (cf. σκιαρός) ?fr. 338. 6.3 n. pl. pro subs., sacrificeτεῦξαν δ' ἀπύροις ἱεροῖς ἄλσος ἐν ἀκροπόλει O. 7.48
ζαθέων ἱερῶν ἐπώνυμε πάτερ (sc. Ἱέρων) fr. 105. 2. -
6 Τυρσηνός
Τυρσηνός, ή, όν, [dialect] Ion. for [dialect] Att. Τυρρηνός; [dialect] Dor. [full] Τυρσᾱνός Pi.P.1.72, SIG14 (Delph., vi/v B. C.), also [full] Τυρρᾱνός (v. infr.):—A Tyrrhenian, Etruscan, h.Hom.7.8, Hes.Th. 1016, E.Med. 1359, etc.; (Olympia, V B.C.), cf. Τυρρανοί ib. 24 (Delph.):— the people were [full] Τυρσηνοί, [full] Τυρρηνοί, Hdt.1.57, etc.;Τ. Πελασγοί S.Fr. 270
(anap.):—Adj. [full] Τυρσηνικός, ή, όν, σάλπιγξ, κώδων, A.Eu. 567, S.Aj.17; cf.κηρός 1.3
: also fem. [full] Τυρσηνίς, ίδος, Σκύλλα E. Med. 1342
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Τυρσηνός
См. также в других словарях:
κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… … Dictionary of Greek
οζοκηρίτης — Ορυκτό, βιτουμινούχο, της ομάδας των ναφθίδιων, που στην εμφάνιση είναι όμοιο με τον κηρό των μελισσών. Μεγάλα συσσωματώματα του ορυκτού αυτού σχηματίζουν το πέτρωμα που είναι γνωστό ως κηρός. Ο ο. ποικίλλει σε χρώμα από ανοιχτό πράσινο και… … Dictionary of Greek
κερί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 487 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νησιού, στα Α του ομώνυμου ακρωτηρίου, 21 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ζακύνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαγανά του νομού Ζακύνθου. Ο όρμος και το ακρωτήριο… … Dictionary of Greek
σινικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κίνα ή στους Κινέζους («Σινική Θάλασσα») 2. αυτός που προέρχεται από την Κίνα 3. φρ. α) «Σινικό Τείχος» τείχος τού 4ου και 3ου π.Χ. αιώνα στα βόρεια τής Κίνας, το μεγαλύτερο σωζόμενο αρχαίο τείχος… … Dictionary of Greek
κήρινος — και κέρινος, η, ο και κερένιος, ια, ιο (ΑΜ κήρινος, ίνη, ον) [κηρός] 1. ο κατασκευασμένος από κερί 2. αυτός που έχει το χρώμα τού κεριού, ωχρός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η κηρίνη ουσία που εξάγεται από τον κηρό μσν. αρχ. το θηλ. ως ουσ. (κατά τον… … Dictionary of Greek
σφραγιδόκηρος — ο, Ν χημ. υλικό που χρησιμοποιείται για το σφράγισμα συσκευασμένων δεμάτων, επιστολών και άλλων πραγμάτων, το οποίο παρασκευάζεται από αραβικό κόμμι, κολοφώνιο ή ρητίνη και ανόργανες χρωστικές ύλες, αλλ. ισπανικός κηρός, βουλλοκέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
φθισίκηρος — ον, Α (ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τής Σελήνης) αυτός που φθείρει την καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φθίνω + κηρος (< κῆρ «καρδιά»), πρβλ. ἐπί κηρος. Ο τ. αντί τού αναμενόμενου *φθεισί κηρος, σχηματισμένου από την απαθή… … Dictionary of Greek
Ι, ι — Το ένατο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό jôdh (= χέρι με τον πήχυ), του οποίου η γραφική παράσταση ήταν ή . Παρόμοιες ήταν οι πρώτες μορφές του ι στα ελληνικά αλφάβητα: ,, (Κρήτης, Θήρας). Μέχρι τον 7ο αι. π.Χ. η… … Dictionary of Greek
παραφίνη — Μείγμα υδρογονανθράκων, γενικά αλαφατικών, που περιέχουν 20 40 άτομα άνθρακα. Το όνομά τους οφείλεται στην ελλιπή χημική δραστικότητά τους, που εκφράστηκε με το λατινικό όρο parum afflnis (ολίγη συγγένεια). Επειδή πρόκειται για μείγμα, η π. δεν… … Dictionary of Greek
γεράκι — Κοινή ονομασία του γένους ιέραξ (falco), ημερόβιων αρπακτικών πτηνών της οικογένειας των ιερακιδών, που ανήκει στην τάξη των ιερακομόρφων. Τα μεγάλα ζωηρά μάτια των γ. βρίσκονται στις πλευρές της κεφαλής, ενώ το ράμφος τους είναι κοντό, ισχυρό… … Dictionary of Greek
μικροκρυσταλλικός — ή, ό 1. γεωλ. χαρακτηρισμός πετρώματος τού οποίου ο ιστός έχει σχηματιστεί από συγκεντρώσεις πολύ μικρών κρυστάλλων, ορατών μόνον με το μικροσκόπιο 2. (χημ. ορυκτολ.) χαρακτηρισμός στερεών σωμάτων, κυρίως μετάλλων και κραμάτων, η δομή τών οποίων… … Dictionary of Greek