-
1 αποκηρος
-
2 ἀπόκηρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόκηρος
-
3 ἀπόκηρος
ἀπό-κηρος, dem Geschick nicht unterworfen, unsterblich
См. также в других словарях:
απόκηρος — ἀπόκηρος, ον (Α) όποιος δεν υπόκειται στο μοιραίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + κηρ, κηρός «θάνατος»] … Dictionary of Greek