-
1 Τυρσηνός
Τυρσηνός, ή, όν, [dialect] Ion. for [dialect] Att. Τυρρηνός; [dialect] Dor. [full] Τυρσᾱνός Pi.P.1.72, SIG14 (Delph., vi/v B. C.), also [full] Τυρρᾱνός (v. infr.):—A Tyrrhenian, Etruscan, h.Hom.7.8, Hes.Th. 1016, E.Med. 1359, etc.; (Olympia, V B.C.), cf. Τυρρανοί ib. 24 (Delph.):— the people were [full] Τυρσηνοί, [full] Τυρρηνοί, Hdt.1.57, etc.;Τ. Πελασγοί S.Fr. 270
(anap.):—Adj. [full] Τυρσηνικός, ή, όν, σάλπιγξ, κώδων, A.Eu. 567, S.Aj.17; cf.κηρός 1.3
: also fem. [full] Τυρσηνίς, ίδος, Σκύλλα E. Med. 1342
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Τυρσηνός
См. также в других словарях:
Τυρρανός — και Τυρσανός, ή, όν, Α (δωρ. τ.) βλ. Τυρρηνός … Dictionary of Greek
АРЕОПАГ — • Άρειος πάγος, ό, 1. холм в Афинах к западу от акрополя, см. Attica, 11, Аттика; 2. Α., древнейшее и знаменитейшее афинское судилище (δικαστήριον) и вместе с тем государственный, облеченный политической властью совет (βουλή),… … Реальный словарь классических древностей
Τυρρηνός — και ιων. τ. Τυρσηνός και δωρ. τ. Τυρρανός και Τυρσανός, ή, όν, θηλ. και Τυρρηνίς και ιων. τ. Τυρσηνίς, ίδος, Α 1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Τυρρηνία 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ Τυρρηνοί ή Τυρσηνοί οι κάτοικοι τής Τυρρηνίας,… … Dictionary of Greek