Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀναβαίνει

См. также в других словарях:

  • ἀναβαίνει — ἀναβαίνω go up pres ind mp 2nd sg ἀναβαίνω go up pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Auferfahren — Auferfahren, verb. irreg. neutr. S. Fahren, ein Wort, welches nur in Luthers Übersetzung Matth. 17, 27 und nicht einmal in allen Ausgaben vorkommt: und den ersten Fisch, der auferfährt, der in die Höhe fähret, αναβαινει. Andere Ausgaben haben,… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • αμάργαρος — η, ο [μάργαρος] 1. αυτός που δεν έχει μαργαριτάρια 2. αστόλιστος, αδιακόσμητος, ακαλλώπιστος, απλός, ωραίος στην απλότητά του: «μόνη, αμάργαρος, ολόγυμνος, αυτάγγελτος, το καθαρόν τού ουρανού αναβαίνει η Αρετή» (Κάλβος, Προοίμιο Λύρας) …   Dictionary of Greek

  • όσιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Άκμασε την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ως επίσκοπος της Καρδούη ή Κορδούη της Ισπανίας. Πήρε μέρος στην A’ Οικουμενική Σύνοδο η οποία έγινε στη Νίκαια καθώς και στη Σύνοδο της Σαρδικής (347), κατά την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»