Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀναβάτης

См. также в других словарях:

  • ἀναβάτης — one who mounts masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναβάτης — ο (Α ἀναβάτης) (Ν θηλ. τρια) [ἀναβαίνω] 1. αυτός που ανεβαίνει ή έχει ανεβεί κάπου 2. αυτός που ανεβαίνει σε άλογο, ιππέας, καβαλάρης νεοελλ. (για αρσενικά ζώα) βατευτής, επιβήτορας …   Dictionary of Greek

  • αναβάτης — ο θηλ. τρια ο καβαλάρης, ο τζόκεϊ: Σε λίγο φάνηκαν τα άλογα με τους αναβάτες τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναβάται — ἀναβάτης one who mounts masc nom/voc pl ἀναβάτᾱͅ , ἀναβάτης one who mounts masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АНАБАТ —    • Άναβάτης,          αποβάτης. При одном из видов колесничных состязаний, кроме состязающегося, на колеснице стоял еще и ηνίοχος. На последнем кругу, делаемом колесницею, состязающийся спрыгивал, бежал рядом с нею и почти у самой меты, при… …   Реальный словарь классических древностей

  • ἀναβατῶν — ἀναβάτης one who mounts masc gen pl ἀναβατός to be mounted masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβάταις — ἀναβάτης one who mounts masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβάτην — ἀναβάτης one who mounts masc acc sg (attic epic ionic) ἀναβαίνω go up aor ind act 3rd dual (epic) ἀναβαίνω go up aor ind act 3rd dual (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβάτου — ἀναβάτης one who mounts masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβάτῃ — ἀναβάτης one who mounts masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»