Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

другом

  • 1 друг

    друг I
    м ὁ φίλος:
    закадычный \друг ὁ ἐπιστήθιος φίλος· старый \друг лучше новых двух погов. ἔνας παληός φίλος ἀξίζει πιότερο ἀπό δυό καινούριους· ◊ бу́дь(те) \другом разг φανού φίλος, ἄν είσαι φίλος.
    друг II:
    \друг за \другом ὁ Ινας μετά τόν ἀλλον, ὁ ἔνας κατόπιν τοῦ ἀλλου· \друг от \друга ὁ ἔνας ἀπό τόν ἀλλον \друг \другу ὁ ἔνας στον ἀλλον \друг \друга ὁ ἔνας τόν ἀλλον \друг о \друге ὁ ἔνας γιά τόν ἄλλο· \друг с \другом ὁ ίνας μέ τόν ἀλλον \друг около \друга ὁ ἔνας κοντά στον ἀλλον \друг на \друге ὁ ἔνας ἐπάνω στον ἄλλο· \друг на \друга ὁ ἔνας ἐνάντια στον ἀλλο, ὁ ἔνας κατά τοῦ ἄλλου· \друг против \друга ὁ ἔνας ἐνάντια στον ἄλλο, ὁ ἔνας κατά τοῦ ἄλλου.

    Русско-новогреческий словарь > друг

  • 2 друг

    I друг Ι м (приятель) о φί λος II друг II: \друг друга о ένας τον άλλο \друг за другом о ένας πίσω από τον άλλο \друг против друга о ένας ενάντια στον άλλο \друг с другом о ένας με τον άλλο
    * * *
    I м
    ( приятель) ο φίλος
    II

    друг дру́га — ο ένας τον άλλο

    друг за дру́гом — ο ένας πίσω από τον άλλο

    друг про́тив дру́га — ο ένας ενάντια στον άλλο

    друг с дру́гом — ο ένας με τον άλλο

    Русско-греческий словарь > друг

  • 3 друг

    1. -а, πλθ. друзья, -ей κ. παλ. други α. φίλος•

    старый друг παλαιός φίλος•

    любезный друг αγαπητέ φίλε•

    друг дома οικογενειακός φίλος•

    будь -ом ή будь друг (προσαγόρευση παρακλητική) φίλε μου.

    2. επ. βρ: από το•

    другой άλλος, ένας•

    друга ο ένας τον άλλον, αλληλο...• ненавидеть друг друга αλληλομισούμαστε•

    друг на друга ο ένας στον άλλον•

    друг за -ом ο ένας "κοντά στον άλλον•

    перед -ом ποιος περισσότερο•

    они стараются друг перед другом αυτοί προσπαθούν ποιος περισσότερο•

    друг с другом ο ένας με τον άλλον•

    друг около -а ο ένας δίπλα στον άλλον, παραπλεύρως•

    друг на -е ο ένας πάνω στον άλλον•

    против -а ο ένας κατά του άλλου•

    друг о –е ο ένας για τον άλλον•

    дама сам друг (χαρτπ.) η ντάμα τον αγαπά (τον ευνοεί η τύχη, είναι παιδί της τύχης).

    Большой русско-греческий словарь > друг

  • 4 пересадить

    1. (с одного места на другое) βάζω σε άλλη θέση, αλλάζω θέση 2. (с одного вида транспорта на другой) μεταβιβάζω, μεταφέρω 3. (поместить в другое место) μεταφέρω, μετατοπίζω 4. (выкопав растение, посадить в другом месте) μεταφυτεύω, φυτεύω αλλού 5. (перенести на другое место для приживания) мед. μεταμοσχεύω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пересадить

  • 5 сплетение

    1. (соединение, части которого сплетены, переплетены друг с другом) η συνάρθρωση, η σύμπλεξη, το σύμπλεγμα 2. анат. το πλέγμα
    солнечное - ηλιακό -.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сплетение

  • 6 браниться

    бранить||ся
    1. (друг с другом) ἀλληλο(υ)βριζομαι; 2 (ругать-! ся) βρίζω, βλαστημῶ.

    Русско-новогреческий словарь > браниться

  • 7 за

    за
    предлог с вин. и твор. под.
    1. (сзади, позади, вне) πίσω, πέρα, ἀπό, ὀπισθεν / πέραν (по ту сторону):
    уехать за город φεύγω γιά τήν ἐξοχή· жить за городом μένω στά προάστεια· стать за дерево στέκομαι πίσω ἀπό τό δέντρο·
    2. (около, возле, вокруг) σέ, είς, κοντά, γύρω ἀπό:
    садиться за стол κάθομαι στό τραπέζι· сидеть за работой κάθομαι καί δουλεύω, εἶμαι στρωμένος στή δουλειά·
    3. (на расстоянии) σέ ἀπόσταση:
    за сто километров от Ленинграда σέ ἀπόσταση ἐκατό χιλιομέτρων ἀπό τό Λένινγκραντ·
    4. (раньше на какое-л. время) πρίν, πρό:
    за три дня до праздников τρεις μέρες πρίν ἀπό τίς γιορτές·
    5. (в течение) στή διάρκεια σέ:
    заработок за год ὁ ἐτήσιος μισθός· многое сделано нами за неделю μέσα σέ μιά ἐβδομάδα κάναμε πολλή δουλειά·
    6. (следом) πίσω ἀπό, μετά ἀπό:
    вслед за кем-л. μετά κάποιον, πίσω ἀπό κάποιον идите за мной ἀκολουθείστε με, ἐλἄτε μαζύ μου· друг за другом ὁ ἔνας πίσω ἀπό τόν ἀλλον гнаться за вором κυνηγῶ τόν κλέφτη·
    7. (при прикосновении):
    брать за руку πιάνω ἀπό τό χέρι·
    8. (при указании цели действия) γιά, ὑπέρ:
    бороться за мир ἀγωνίζομαι γιά τήν είρήνη·
    9. (вместо) γιά:
    работать за двоих ἐργάζομαι γιά δυό·
    10. (при указании стоимости, цены):
    купить за двадцать пять рублей ἀγοράζω των είκοσι πέντε ρουβλιών за наличные деньги τοις μετρητοίς·
    11. (при указании лица, предмета, который нужно достать, привести):
    идти́ за водой πηγαίνω γιά νερό· посылать за доктором στέλνω νά φέρω γιατρό, φωνάζω τό γιατρό·
    12. (вследствие) λόγω, ἐνεκα, ἐξ αἰτίας:
    за недостатком времени ἀπό Ελλειψη χρόνου·
    13. (по причине) λόγω, ἐξ αίτιας, ἐνεκα:
    награждать за что-л. βραβεύω γιά κάτι· ◊ приниматься за работу ἀρχίζω τή δουλειά· ей за 50 лет εἶναι πάνω ἀπό 50 χρονών за подписью кого́-л. μέ τήν ὑπογραφή ὁποιουδήποτἐ за Здоровье кого́-л. στήν ὑγεία κάποιου· за ваше здоровье στήν ὑγειά σας· за исключением ἐκτος, ἐξαιρέσει· за и против ὑπέρ καί κατά· ни за что (на свете) γιά τίποτα στον κόσμο, ἐπ' ούδενί τρόπω· за <^ет кого-л. а) γιά λογαριασμό κάποιου, °) σέ βάρος κάποιου (в ущерб кому-л.)· шаг за шагом βήμα προς βήμα· за мой счет μέ δικά μου Ιξοδα.

    Русско-новогреческий словарь > за

  • 8 видеть

    вижу, видишь, παθ. μτχ. ενεστ. видимый, βρ: -дим, -а, -о, ρ.δ.μ.
    1. βλέπω, ορώ, θωρώ•

    я -ел своими глазами είδα με τα ίδια μου τα μάτια•

    старик еще хорошо -ит ο γέρος ακόμα καλά βλέπει.

    || συναντώ•

    мне хотелось видеть вашего директора εγώ ήθελα (θέλω) να ιδώ το διευθυντή σας.

    2. αναπαρασταίνω•

    я его вижу, как живого τον βλέπω σαν ζωντανόν.

    3. παραδέχομαι, αναγνωρίζω, καταλαβαίνω, αισθάνομαι•

    видеть свою ошибку βλέπω το λάθος μου.

    εκφρ.
    -ишь (-те), -ишь ли (-те ли) – βλέπεις, -ετε (λοιπόν)•
    видеть насквозь – διαβλέπω, δι,αγιγνώσκω•
    видеть не могу – δεν μπορώ ν’αντικρίζω•
    как -те – όπως βλέπετε, όπως σας είναι σαφές•
    не видеть света – δε βλέπω το φως της μέρας (είμαι υπεραπασχολημενος)• υποφέρω πολύ•
    рад видеть вас – χαίρω που σας βλέπω (σας συνάντησα)•
    только и -ли (кого) – μόλις, τον είδαμε, εξαφανίστηκε κιόλας, δεν προκάναμε να τον ιδούμε και χάθηκε από μπροστά μας.
    1. φαίνομαι, είμαι ορατός, διακρίνομαι•

    кой-где видятся деревья κάπου-κάπου φαίνονται δέντρα.

    || ονειρεύομαι, βλέπω στον ύπνο•

    ему -лось сон αυτός είδε όνειρο.

    2. συναντιέμαι•

    мы часто видемся друг с другом εμείς ταχτικά βλεπόμαστε.

    εκφρ.
    как -ится – όπως φαίνεται.

    Большой русско-греческий словарь > видеть

  • 9 враждовать

    -дую, -дуешь
    ρ.δ.
    εχθρεύομαι•

    они -дуют меаду собой αυτοί έχουν έχθρα (εχθρεύονται) μεταξύ τους•

    враждовать друг с другом αλληλοεχθρεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > враждовать

  • 10 делить

    делю, делишь, ρ.δ.μ.
    1. μοιράζω, χωρίζω σε μέρη•

    делить имущество μοιράζω την περιουσία•

    делить поровну μοιράζω εξ ίσου•

    делить пополам μοιράζω στη μέση.

    2. διανέμω, διαμοιράζω. || μτφ. συμμετέχω, συμπονώ•

    она -ла с ними горе и радость αυτή μοιράζονταν μ’ αυτές τις πίκρες και τις χαρές.

    3. (μαθ.) διαιρώ.
    εκφρ.
    делить нечего – δεν ε’χομε να μοιράσομε (για να μαλώνομε)•
    делить шкуру неубитого медведя – τα ψάρια στη θάλασσα, το τηγάνι στη φωτιά.
    1. διαιρούμαι• διχάζομαι, χωρίζομαι, διχοτομούμαι• διακλαδίζομαι. || υποδιαιρούμαι•

    искусство -ится на школы η Τέχνη χωρίζεται σε σχολές.

    || χωρίζω, ζω χώρια•

    он с отцом -лся αυτός χώρισε από τον πατέρα του.

    2. αλληλομοιράζομαι•

    он делился с другом последней копейкой αυτός μοιράζονταν με το φίλο του και το τελευταίο καπίκι.

    3. ανταλλάσσω•

    делить опытом работы ανταλλάσσω την πείρα της δουλειάς•

    -знаниями ανταλλάσσω τις γνώσεις•

    делить впечатлениями λέμε τις εντυπώσεις μας.

    4. (μαθ.) διαιρούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > делить

  • 11 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 12 корреспондировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.
    1. (με οργν.) παλ. αλληλογραφώ.
    2. στέλλω ανταποκρίσεις.
    3. αντιστοιχώ, συσχετίζομαι•

    -рующие друг с другом понятия αλληλοσυσχετιζόμενες έννοιες.

    Большой русско-греческий словарь > корреспондировать

  • 13 раздружить

    ρ.σ.μ. κάνω να φιλονικήσουν οι φίλοι χωρίζω φίλους, χαλνώ τη φίλια•

    раздружить старых приятелей βάζω τους παλαιούς φίλους να μαλώσουν•

    раздружить со старым другом κόβω τη φιλία με τον παλαιό φίλο.

    τα χαλώ με το φίλο, κόβω σχέσεις. || μτφ. ξεκόβω, χάνω κάθε δεσμό.

    Большой русско-греческий словарь > раздружить

  • 14 расстаться

    -анусь, -анешься, προστκ. расстанься ρ.σ.
    1. αποχωρίζομαι, χωρίζω• απο-χαιρετιέμαι• εγκαταλείπω•

    расстаться с родным селом εγκαταλείπω το χωριό που γεννήθηκα (τη γενέτειρα)•

    расстаться с другом αποχωρίζομαι, με το φίλο•

    расстаться навсегда αποχωρίζομαι για πάντα.

    2. μτφ. παρατώ, απαρνούμαι•

    я никогда не -усь с моими убеждениями ποτέ δε θα αποκηρύξω τις πεποιθήσεις μου•

    расстаться с мечтой σβήνει το όνειρο μου (εγκαταλείπω το όνειρο).

    Большой русско-греческий словарь > расстаться

  • 15 рекомендовать

    -дую, -дуешь
    ρ.δ.κ.σ.μ.
    1. συσταίνω, συνιστώ•

    рекомендовать служащего δίνω συστάσεις για τον υπάλληλο,.

    2. συμβουλεύω, παραινώ, συσταίνω
    - συνιστώ•

    -дую вам быть осторожнее σας συνιστώ να είστε προσεχτικότεροι? доктор -ал это лекарство ο γιατρός τό δο-σε αυτό το φάρμακο.

    3. γνωρίζω κάποιον με άλλον•

    он -ал его своим другом τον σύστησε για παλαιό του φίλο.

    1. συσταίνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. αυτοσυσταίνομαι•

    позвольте мне рекомендовать επιτρέψτε μου να αυτοσυσταθώ.

    Большой русско-греческий словарь > рекомендовать

  • 16 уединить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уединённый βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ. απομονώνω, απομακρύνω, αποτραβώ, αποσύρω,αποχωρίζω, ξεκόβω, ξεμον ιαχιάζω.
    απομονώνομαι, αποτραβιέμαι, αποσύρομαι, αποχωρίζομαι• απομακρύνομαι, ξεκόβω• ξεμοναχιάζομαι•

    он -лся в деревне αυτός απομονώθηκε στο χωριό•

    он -лся для беседы с другом αυτός αποτραβήχτηκε για να κουβεντιάσει με το φίλο.

    Большой русско-греческий словарь > уединить

См. также в других словарях:

  • Мир в другом измерении — Жанр социальная драма Режиссёр Михаил Кончакивский Александр Княжинский …   Википедия

  • в одном кармане смеркается, а в другом заря занимается — (ни тут, ни там ничего нет) В одном кармане сочельник, а в другом Иван постный. В одном кармане клоп на аркане, а в другом блоха на цепи (народн.) Ср. Ишь привалило косолапому, бормотал наш придверник, а наш брат бейся, служи, а на поверку в… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Секс в другом городе — The L Word Обложка второго сезона сериала …   Википедия

  • Один на другом сидит (сидят) — кто, что. Устар. Экспрес. О большом скоплении кого либо или чего либо. Раскидист он [город] необыкновенно и только в самой середине его сидят один на другом татарские домишки без крыш (Сергеев Ценский. Потерянный). Какого в нём [доме] народа ни… …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • Две недели в другом городе — Two Weeks in Another Town Автор: Шоу, Ирвин Жанр: роман …   Википедия

  • Настоящий секс в другом городе — The Real L Word …   Википедия

  • Секс в другом городе (сериал) — Секс в другом городе The L Word Обложка второго сезона сериала Жанр комедия / драма В главных ролях Дженнифер Билз Эрин Дэниэлс Лейша Хэйли Лорел Хол …   Википедия

  • Секс в другом городе (телесериал) — Секс в другом городе The L Word Обложка второго сезона сериала Жанр комедия / драма В главных ролях Дженнифер Билз Эрин Дэниэлс Лейша Хэйли Лорел Хол …   Википедия

  • друг за другом — чередой, гуськом, один за другим, гусем, цепочкой, чредой, вереницей, затылок в затылок, цепью Словарь русских синонимов. друг за другом нареч, кол во синонимов: 10 • вереницей (12) • …   Словарь синонимов

  • расположенные друг над другом графики дискретных сигналов — [Интент] 1 График аналогового сигнала (analogue pen) 2 Расположенные друг над другом графики дискретных сигналов (stacked digital pens) Рис. Schneider Electric Тематики автоматизированные системы EN stacked digital pens …   Справочник технического переводчика

  • нельзя ли пожалеть о ком-нибудь другом? — (иноск.) ответ тем, которые непрошено выражают свое сожаление о нас Ср. Нельзя не пожалеть, что с этаким умом... Нельзя ли пожалеть о ком нибудь другом? Грибоедов. Горе от ума. 2, 3. Чацкий Фамусову …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»