Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ματαιώνω

  • 1 ματαιώνω

    [матэоно] р. расстраивать планы,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ματαιώνω

  • 2 отменить

    отменить, отменять ματαιώνω· καταργώ, ακυρώνω (расторгнуть)' спектакль отменён η παράσταση ματαιώθηκε
    * * *
    = отменять
    ματαιώνω; καταργώ, ακυρώνω ( расторгнуть)

    спекта́кль отменён — η παράσταση ματαιώθηκε

    Русско-греческий словарь > отменить

  • 3 расстроить

    расстроить 1) (что-л.) χαλνώ; ματαιώνω (помешать осуществлению) 2) (кого-л.) πικραίνω, στενοχωρώ, λυπώ \расстроиться 1) (разладиться) αποτυχαίνω 2) (огорчиться) πικραίνομαι, στενοχωριέμαι
    * * *
    1) (что-л.) χαλνώ; ματαιώνω ( помешать осуществлению)
    2) (кого-л.) πικραίνω, στενοχωρώ, λυπώ

    Русско-греческий словарь > расстроить

  • 4 сорвать

    сорвать 1) κόβω, αποσπώ 2) (провалить) χαλνώ, ματαιώνω \сорваться 1) (упасть) πέφτω, γκρεμίζομαι 2) (не удаться ) αποτυχαίνω
    * * *
    1) κόβω, αποσπώ
    2) ( провалить) χαλνώ, ματαιώνω

    Русско-греческий словарь > сорвать

  • 5 расстраивать

    расстраивать
    несов
    1. (приводить в беспорядок) χαλ(ν)ῶ, προκαλώ ἀταξία, ἐπιφέρω σύγχυση:
    \расстраивать ряды противника ἐπιφέρω σύγχυση στίς γραμμές τοῦ ἐχθ-ροῦ·
    2. (причинять вред) χαλ(ν)ῶ, διαταράσσω:
    \расстраивать здоровье χαλνώ τήν ὑγεία· \расстраивать желудок χαλνώ τό στομάχι, προξενώ στομαχική διατάραξη·
    3. (мешать осуществлению) χαλ(ν)ώ, ἀνατρέπω, ματαιώνω:
    \расстраивать планы χαλνώ (или ματαιώνω) τά σχέδια·
    4. (огорчать) πικραίνω, στενοχωρώ·
    5. (музыкальный инструмент) ξε-κουρδίζω.

    Русско-новогреческий словарь > расстраивать

  • 6 расстраивать

    1. (нарушать порядок, строй) ανατρέπω, διαταράσσω 2. рад. (нарушать настройку) αποσυντονίζω, αποτο-νίζω 3. (приводить в упадок, причинять большой ущерб) διαλύω 4. (нарушать, прерывать что-л., мешать ходу, течению чего-л.) (δια)ταράσσω, ματαιώνω 5. муз. ξεκουρ-δίζω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расстраивать

  • 7 расторгнуть

    ακυρώνω, ματαιώνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расторгнуть

  • 8 срывать

    срыва||ть I
    несов
    1. ἀποσπῶ, ξεριζώνω, ἐκριζώ/ παίρνω (о ветре):
    ·\срывать· цветы δρέπω ἄνθη· \срывать маску с кого́-л. перен ἀφαιρώ τό προσωπεῖο[ν] ἀπό κάποιον
    2. (гнев, раздражение и т. п.) ξεσπώ:
    \срывать злобу на ко́м-л. ξεσπώ τό θυμό μου, βγάζω τό ἄχτι μου πάνω σέ κάποιον
    3. (план, переговоры и т. п.) χαλνώ, ἀνατρέπω, ματαιώνω· ◊ \срывать аплодисменты ἀποσπώ χειροκροτήματα· \срывать банк κερδίζω ὅλα τά χρήματα τής μπάγκας.
    срывать II
    несов κατεδαφίζω, γκρεμίζω:
    \срывать до основания γκρεμίζω ὁλότελα.

    Русско-новогреческий словарь > срывать

  • 9 обедня

    θ.
    θεία μυσταγωγία λειτουργία•

    служить -го ιερουργώ, λειτουργώ•

    заупокоиная обедня επιμνημόσυνη λειτουργία νεκρώσιμη ακολουθία•

    ранняя обедня εωθινή ακολουθία•

    поздняя обедня ολονυχτία, ολονύχτια ακολουθία.

    εκφρ.
    испортить (всю) -ю кому – (απλ.) χαλώ (όλη) την υπόθεση κάποιου, ματαιώνω (όλα)τα σχέδια.

    Большой русско-греческий словарь > обедня

  • 10 обмануть

    -ану, -анешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обманутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. απατώ, εξαπατώ, (ξε)γελώ•

    обмануть покупателя απατώ (κλέβω) τον αγοραστή•

    я -ул его первого апреля τον γέλασα την πρωταπριλιά•

    не -ешь не продашь αν δεν ξεγελάσεις δεν πουλάς.

    || μτφ. διαψεύδω, ματαιώνω•

    он -ул е надежды, ожидания αυτός διέψευσε τις ελπίδες, τις προσδοκίες της.

    2. (για συζυγούς) απατώ.
    3. (για κόρη) παραπλανώ, αποπλανώ, εξαπατώ.
    1. απατώμαι, εξαπατώμαι, (ξε) γελιέμαι, την παθαίνω, την πατώ, πιάνομαι, κορόιδο, πέφτω θύμα απάτης.
    2. (για ελπίδες κ.τ.τ.) διαψεύδομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обмануть

  • 11 сорвать

    ρ.σ.μ.
    1. κόβω, δρέπω•

    сорвать цветы κόβω λουλούδια•

    сорвать яблоки κόβω μήλα (από τη μηλιά).

    2. αποσπώ• βγάζω με απότομη κίνηση•

    сорвать дверь αποσπώ (σπάζω) την πόρτα•

    сорвать шапку βγάζω απότομα τη σκούφια.

    || παίρνω, παρασύρω. || γρατσουνίζω• ξεγδέρνω. || χαλνώ, βλάπτω. || ματαιώνω, σπαραλιάζω, εμποδίζω την πραγματοποίηση•

    сорвать урок χαλνώ το μάθημα•

    сорвать дело χαλνώ την υπόθεση•

    сорвать планы поджигателей войны χαλώ τα σχέδια των εμπρηστών τουπολέμου.

    4. μτφ. αποσπώ, παίρνω κατόπιν επιμονής•

    сорвать почелуй αποσπώ φιλί.

    || αρπάζω.
    5. ξεσπώ•

    сорвать зло на детях ξεσπώ το θυμό μου (το κακό μου) στα παιδιά.

    εκφρ.
    сорвать банк – (χαρτπ.) κερδίζω όλη την πόστα (μπάνκα)•
    сорвать голову – (απλ.) τσεκουρώνω, τιμωρώ αυστηρά•
    сорвать голос (горло глотку) – μου κόβεται η φωνή κατά το τραγούδι•
    сорвать аплодисменты – αποσπώ τα χειροκροτήματα•
    сорвать завесу ή покров – ξεσκεπάπάζω, αποκαλύπτω, φανερώνω.
    1. αποσπώμαι• κόβομαι•

    пуговица -лась το κουμπίκόπηκε.

    || αποδεσμεύομαι, λύνομαι•

    собака сорватьлась с цепи το σκυλί λύθηκε από την αλυσίδα.

    2. αποκόπτομαι, πέφτω, γκρεμίζομαι. || (ξε)γλιστρώ, ξεφεύγω. || μτφ. αλλάζω.
    3. δεν κρατιέμαι, χάνω την υπομονή.
    4. ξεπετιέμαιαπό τη θέση μου, φεύγω βιαστικά. || (απλ.) φεύγω• το σκάζω•

    давай -мся отсюда εμπρός να φύγομε απ εδώ.

    5. αντηχώ, αντιλαλώ. || προφέρομαι (λέγομαι) ξαφνικά ή άθελα. || μουξεφεύγει (λόγος, λέξη).
    6. φθείρομαι, χαλνώ•

    резьба -лась η έλικα χάλασε.

    7. ματαιώνομαι, σπαραλιάζω• ανατρέπομαι.
    8. αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (πάει περίπατο)•

    сорвать на экзамене αποτυχαίνω στις εξετάσεις.

    εκφρ.
    голос -лся – η φωνή κόπηκε (έσπασε)•
    как (будто, словно) с цепи ή с привязи -лся – σαν το σκυλί που έκοψε την αλυσίδα (επέπεσε ορμητικά).

    Большой русско-греческий словарь > сорвать

  • 12 спутать

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. путать.
    2. συνδέω, ενώνω• συσχετίζω.
    εκφρ.
    спутать расчты, планы – ανατρέπω όλους τους υπολογισμούς• χαλνώ, ματαιώνω τα σχέδια•
    спутать по рукам и ногам – δένω χειροπόδαρα (στερώ ελευθερίας δράσης).
    1. βλ. путаться (1, 4 σημ.).
    2. συνδέομαι, συσχετίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > спутать

См. также в других словарях:

  • ματαιώνω — ματαιώνω, ματαίωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ματαιώνω — (ΑM ματαιῶ, όω) [μάταιος] καθιστώ κάτι μάταιο, ανώφελο νεοελλ. 1. εμποδίζω ή αναχαιτίζω την εκτέλεση ή την πραγματοποίηση κάποιας προγραμματισμένης ενέργειας («την τελευταία στιγμή, η άμεση αντίδραση τού λαού ματαίωσε το πραξικόπημα») 2. ακυρώνω …   Dictionary of Greek

  • ματαιώνω — ματαίωσα, ματαιώθηκα, ματαιωμένος, δεν πραγματοποιώ κάτι, εμποδίζω να συμβεί κάτι: Ματαίωσε την ομιλία του για λόγους υγείας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλιώ — ἁλιῶ ( όω) (Α) [ἅλιος (ΙΙ)] 1. καθιστώ ανώφελο, άσκοπο, μάταιο, παρεμποδίζω, ανατρέπω, ματαιώνω 2. αφανίζω, καταστρέφω …   Dictionary of Greek

  • ανάδαστος — ἀνάδαστος, ον (Α) [ἀναδατέομαι] 1. αυτός που διαμοιράστηκε εκ νέου, που ξαναμοιράστηκε 2. φρ. «ἀνάδαστον ποιῶ τι», ακυρώνω, ματαιώνω, καταργώ …   Dictionary of Greek

  • αναποδογυρίζω — 1. γυρίζω κάτι ανάποδα, δηλ. την επάνω επιφάνεια προς τα κάτω, ανατρέπω, αντιστρέφω 2. (για κήπο, αγρό κ.λπ.) σκάβω, οργώνω 3. επιφέρω αταξία, ακαταστασία, «τά κάνω άνω κάτω» 4. καταστρέφω 5. ματαιώνω, διαφοροποιώ 6. ανατρέπομαι 7. ματαιώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • ανατρέπω — (AM ἀνατρέπω) 1. αναστρέφω, αναποδογυρίζω 2. καταργώ, καταλύω, καθαιρώ, γκρεμίζω 3. ανασκευάζω, αναιρώ λόγους ή επιχειρήματα νεοελλ. ματαιώνω, ακυρώνω αρχ. Ι. ενεργ. 1. κάνω κάποιον να πέσει ύπτιος, ξαπλώνω 2. καταστρέφω, αφανίζω 3. εξεγείρω,… …   Dictionary of Greek

  • αναφθείρομαι — ἀναφθείρομαι (Α) 1. γίνομαι άθλιος, εξαθλιώνομαι «κατά τι δεῡρ’ ἀνεφθάρης;» (Αριστοφάνης) ποια αθλιότητα σε έφερε εδώ; 2. ματαιώνω, ψευτίζω …   Dictionary of Greek

  • αποσοβώ — (ΑΜ ἀποσοβῶ, έω) [σοβώ] αποτρέπω, ματαιώνω αρχ. διώχνω, εκφοβίζω …   Dictionary of Greek

  • αποτελματώνω — κ. τελματώ 1. αφήνω κάτι στάσιμο, διαιωνίζω, ματαιώνω 2. ( ώνομαι) πέφτω σε αδράνεια, σε νωθρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + τελματώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • αφίσταμαι — (AM ἀφίσταμαι, Α και ἀφίστημι) 1. βρίσκομαι σε απόσταση, μακριά από κάποιον, απέχω 2. παραιτούμαι από κάτι, δεν μετέχω σε κάτι αρχ. Ι. ενεργ. 1. απομακρύνω, βάζω κατά μέρος, παραμερίζω, αποκλείω 2. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι 3. ανατρέπω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»