Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

φωτογραφίζω

  • 1 фотографировать

    φωτογραφίζω
    φωτογραφώ

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фотографировать

  • 2 снять

    сниму, снимешь, παρλθ. χρ. снял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. снятый βρ: снят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω, φτάνω•

    снять книгу с полки παίρνω το βιβλίο από το ράφι•

    пальто с вещалки παίρνω το πανωφόρι από την κρεμάστρα.

    || βγάζω, αφαιρώ•

    снять паутину со стен παίρνω την αράχνη (ιστό) από τον τοίχο•

    снять чайник с огня βγάζω το τσαγιερό από τη φωτιά•

    снять пальто βγάζω το πανωφόρι•

    снять пену παίρνω τον αφρό, ξαφρίζω•

    снять туфли βγάζω τα παπούτσια•

    снять грим βγάζω το μακιγιάζ•

    шкуру γδέρνω.

    2. αίρω• λύνω• παύω, σταματώ•

    снять блокаду αίρω τον αποκλεισμό•

    снять осаду λύνω την πολιορκία•

    снять арест с имущества αϊ-ι ρω την κατάσχεση της περιουσίας•

    снять запрещение (запрет) αίρω την απαγόρευση.

    || απαλλάσσω• απελευθερώνω, λυτρώνω•

    снять выговор απαλλάσσω από την ποί,νή,

    3. μαζεύω, συγκεντρώνω• συγκομίζω•

    снять урожай μαζεύω τη σοδειά•

    снять яблоки в саду μαζεύω τα μήλα στον κήπο.

    4. (στρατ.) ανακαλώ• απομακρύνω από το πόστο ή την τοποθεσία. || εξουδετερώνω, φο-
    νεύω• παίρνω•

    снять его очередью τον παίρνω με τη ριπή.

    5. διώχνω, κατεβάζω•

    снять безбилетного пассажира κατεβάζω το λαθρεπιβάτη.

    6. απολύω, παύω• απομακρύνω•

    снять с работы απολύω από τη δουλειά.

    7. αποσύρω•

    снять своё предложение αποσύρω την πρόταση μου.

    8. μεταφέρω, βγάζω ακριβώς•

    снять копию βγάζω αντίγραφο•

    фасон с журнала βγάζω σχέδιο από το περιοδικό.

    9. τραβώ, φωτογραφίζω•

    снять кинокартину τραβώ κινηματογραφική ταινία•

    снять детей в фотографии φωτογραφίζω τα παιδιά.• снять во весь рост φωτογραφίζω ολόκληρον.

    10. μισθώνω, (ε)-νοικιάζω•

    снять дачу νοικιάζω έπαυλη.

    11. (χαρτπ.) κόβω τα χαρτιά (για μοίρασμα).
    εκφρ.
    голову – α) θα σου πάρω το κεφάλι (απειλή), β) φέρνω σε πολύ δύσκολη θέση•
    снять допрос (ή показания) – ανακρίνω, παίρνω ανακρίσεις•снять мр-ку παίρνω τα μέτρα (διαστάσεων, μεγέθους)•
    снять подряд на чтоβλ. подрядиться• снять швы βγάζω τις κλωστές (από τη ραμμένη πληγή)•
    снять с учта – διαγράφω, ξεγράφω• σβήνω από τα χαρτιά•
    как рукой -ло – πέρασε μονομιάς (γιαπόνο, κούραση κ.τ.τ.)• снять с себя ответственность απαλλάσσομαι της ευθύνης.
    1. βγαίνω, εξέρχομαι, αποσπώμαι•

    топор -лся с топорища το τσεκούρι βγήκε από το στειλώρι.

    2. εξαφανίζομαι, χάνομαι• φεύγω.
    3. αφαιρούμαι, απαλείφομαι•

    грим легко -лся το μακιγιάζ εύκολα βγήκε.

    4. αποδεσμεύομαι, απελευθερώνομαι• απαγκιστρώνομαι.
    5. απέρχομαι, αφήνω, εγκαταλείπω.
    6. πηγαίνω, κατευθύνομαι.
    7. φωτογραφίζομαι.
    εκφρ.
    снять с учта – διαγράφομαι, ξεγράφομαι, σβήνομαι από τα χαρτιά.

    Большой русско-греческий словарь > снять

  • 3 снять

    снять 1) βγάζω, αφαιρώ; σηκώνω· \снять шляпу βγάζω το καπέλο 2) (урожай и т. л.) σοδιάζω, συγκομίζω 3) (отменить) καταργώ* ακυρώνω, παραγράφω (выговор и т. η.) 4) (освободить, устранить) απολύω, παύω 5) (помещение) νοικιάζω 6) фото τραβώ φωτογραφία, φωτογραφίζω 7) кино γυρίζω ταινία ◇ \снять мерку παίρνω τα μέτρα \сняться 1) βγάζω φωτογραφία; —ся в кино παίζω στον κινηματογράφο 2): \сняться с Якоря σαλπάρω, σηκώνω άγκυρα
    * * *
    1) βγάζω, αφαιρώ; σηκώνω

    снять шля́пу — βγάζω το καπέλο

    2) (урожай и т. п.) σοδιάζω, συγκομίζω
    3) ( отменить) καταργώ; ακυρώνω, παραγράφω (выговор и т. п.)
    4) (освободить, устранить) απολύω, παύω
    5) ( помещение) νοικιάζω
    6) фото τραβώ φωτογραφία, φωτογραφίζω
    7) кино γυρίζω ταινία
    ••

    снять ме́рку — παίρνω τα μέτρα

    Русско-греческий словарь > снять

  • 4 фотографировать

    фотографировать φωτογραφίζω, τραβώ φωτογραφίες \фотографироваться φωτογραφίζομαι
    * * *
    φωτογραφίζω, τραβώ φωτογραφίες

    Русско-греческий словарь > фотографировать

  • 5 снимать

    снимать
    несов
    1. βγάζω, ἀφαιρώ; \снимать шля́пу βγάζω τό καπέλλο· \снимать чулки ξε-καλτσώνομαι· \снимать ботинки ξεπαπουτσώνο-μαι· \снимать платье βγάζω τό φόρεμα μου· \снимать засо́в ξεμανταλώνω· \снимать пену παίρνω τόν ἀφρό, ξαψρίζω· \снимать сли́вки βγάζω τήν κρέμα, παίρνω τό καΐμάκν \снимать корабль с мели βγάζω (или τραβώ) τό καράβι ἀπό τήν ξέρα·
    2. (урожай и т. ἡ.) σοδιάζω, μαζεύω, συγκομίζω·
    3. (воспроизводить, скопировать):
    \снимать копию παίρνω (или βγάζω) ἀντίγραφο· \снимать мерку с кого-л., с чего-л. παίρνω τά μέτρα·
    4. (делать снимки) φωτογραφώ, φωτογραφίζω, βγάζω κάποιον φωτογραφία:
    \снимать фильм γυρίζω ταινία·
    5. (нанимать\сниматьо квартире и т. ἡ.) μισθώνω, (έ)νοικιάζω·
    6. (отменять) λύνω, αίρω:
    \снимать осаду λύνω τήν πολιορκία· \снимать блокаду αίρω τόν ἀποκλεισμό· \снимать арест с чего́-л. αίρω τήν κατάσχεση· \снимать вопрос с повестки дня ἀποσύρω τό ζήτημα ἀπ' τήν ἡμερήσια διάταξη· \снимать свое предложение ἀποσύρω τήν πρόταση μου·
    7. (освобождать, лишать) ἀπολύω, παύω:
    \снимать с работы παύω ἀπ' τή δουλειά, ἀπολύω ἀπ' τή δουλειά· ◊ \снимать с учета διαγράφω κάποιον· с себя ответственность ἀπαλλάσσομαι ἀπ' τήν εὐθύνη· \снимать с кого-л. показания юр. ἀνακρίνω κάποιον, παίρνω κατάθεση· как рукой сняло́ разг πέρασε ὁλότελα.

    Русско-новогреческий словарь > снимать

  • 6 фотографировать

    фотограф||и́ровать
    несов φωτογραφίζω.

    Русско-новогреческий словарь > фотографировать

  • 7 снимать

    [σνιμάτ'] ρ. βγάζω, αφαιρώ, φωτογραφίζω, απολύω

    Русско-греческий новый словарь > снимать

  • 8 фотографировать

    [φαταγκραφίραβατ"] ρ. φωτογραφίζω

    Русско-греческий новый словарь > фотографировать

  • 9 снимать

    [σνιμάτ'] ρ βγάζω, αφαιρώ, φωτογραφίζω, απολύω

    Русско-эллинский словарь > снимать

  • 10 фотографировать

    [φαταγκραφίραβατ"] ρ φωτογραφίζω

    Русско-эллинский словарь > фотографировать

  • 11 заснять

    -ниму, -нимешь, παρλθ. χρ. заснял, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заснятый, βρ: -нят, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ.) φωτογραφίζω•

    фильм γυρίζω φιλμ.

    Большой русско-греческий словарь > заснять

См. также в других словарях:

  • φωτογραφίζω — φωτογραφίζω, φωτογράφισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φωτογραφίζω — Ν 1. παίρνω φωτογραφία με τη χρήση ειδικής μηχανής 2. απεικονίζω σε φωτογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφίζω — φωτογράφισα, φωτογραφίστηκα, φωτογραφισμένος, φωτογραφώ (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …   Dictionary of Greek

  • φωτογράφιση — η, Ν η φωτογράφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτογραφίζω. Η λ., στον λόγιο τ. φωτογράφισις, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Πρωία] …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφώ — έω, Ν [φωτογράφος] φωτογραφίζω …   Dictionary of Greek

  • κινηματογραφώ — κινηματογράφησα, κινηματογραφήθηκα, κινηματογραφημένος, φωτογραφίζω με κινηματογραφικό μηχάνημα κινούμενα αντικείμενα για να τα προβάλω στην οθόνη: Κινηματογράφησε τους Ολυμπιακούς αγώνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συλλαμβάνω — και συλλαβαίνω συνέλαβα, συλλήφθηκα 1. πιάνω κάποιον, ενεργώ σύλληψη: Δεν μπόρεσαν να συλλάβουν τους δράστες. – Στον πόλεμο είχε συλληφθεί αιχμάλωτος. 2. σχηματίζω στο νου μου: Συνέλαβε μια καλή ιδέα. 3. φωτογραφίζω: Τον συνέλαβε ο φωτογραφικός… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωτογραφώ — φωτογράφησα, φωτογραφήθηκα, φωτογραφημένος, παίρνω φωτογραφίες, παίρνω εικόνες αντικειμένων με φωτογραφική μηχανή, φωτογραφίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»