-
1 снять
снять 1) βγάζω, αφαιρώ; σηκώνω· \снять шляпу βγάζω το καπέλο 2) (урожай и т. л.) σοδιάζω, συγκομίζω 3) (отменить) καταργώ* ακυρώνω, παραγράφω (выговор и т. η.) 4) (освободить, устранить) απολύω, παύω 5) (помещение) νοικιάζω 6) фото τραβώ φωτογραφία, φωτογραφίζω 7) кино γυρίζω ταινία ◇ \снять мерку παίρνω τα μέτρα \сняться 1) βγάζω φωτογραφία; —ся в кино παίζω στον κινηματογράφο 2): \сняться с Якоря σαλπάρω, σηκώνω άγκυρα* * *1) βγάζω, αφαιρώ; σηκώνωснять шля́пу — βγάζω το καπέλο
2) (урожай и т. п.) σοδιάζω, συγκομίζω3) ( отменить) καταργώ; ακυρώνω, παραγράφω (выговор и т. п.)4) (освободить, устранить) απολύω, παύω5) ( помещение) νοικιάζω6) фото τραβώ φωτογραφία, φωτογραφίζω7) кино γυρίζω ταινία••снять ме́рку — παίρνω τα μέτρα
-
2 собрать
собрать 1) в рази. знач. μαζεύω· \собрать урожай συγκομίζω, σοδιάζω· \собрать вещи μαζεύω τα πράγματα* \собрать коллекцию κάνω συλλογή, συλλέγω 2) (созвать) συγκαλώ, συγκεντρώνω 3) (смонтировать) εφαρμόζω, μαντάρω, συναρμολογώ \собраться 1) (вместе) συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι 2) (приготовиться ) ετοιμάζομαι σκοπεύω (намереваться)' он* * *1) в разн. знач. μαζεύωсобра́ть урожа́й — συγκομίζω, σοδιάζω
собра́ть ве́щи — μαζεύω τα πράγματα
собра́ть колле́кцию — κάνω συλλογή, συλλέγω
2) ( созвать) συγκαλώ, συγκεντρώνω3) ( смонтировать) εφαρμόζω, μοντάρω, συναρμολογώ -
3 снимать
сниматьнесов1. βγάζω, ἀφαιρώ; \снимать шля́пу βγάζω τό καπέλλο· \снимать чулки ξε-καλτσώνομαι· \снимать ботинки ξεπαπουτσώνο-μαι· \снимать платье βγάζω τό φόρεμα μου· \снимать засо́в ξεμανταλώνω· \снимать пену παίρνω τόν ἀφρό, ξαψρίζω· \снимать сли́вки βγάζω τήν κρέμα, παίρνω τό καΐμάκν \снимать корабль с мели βγάζω (или τραβώ) τό καράβι ἀπό τήν ξέρα·2. (урожай и т. ἡ.) σοδιάζω, μαζεύω, συγκομίζω·3. (воспроизводить, скопировать):\снимать копию παίρνω (или βγάζω) ἀντίγραφο· \снимать мерку с кого-л., с чего-л. παίρνω τά μέτρα·4. (делать снимки) φωτογραφώ, φωτογραφίζω, βγάζω κάποιον φωτογραφία:\снимать фильм γυρίζω ταινία·5. (нанимать\сниматьо квартире и т. ἡ.) μισθώνω, (έ)νοικιάζω·6. (отменять) λύνω, αίρω:\снимать осаду λύνω τήν πολιορκία· \снимать блокаду αίρω τόν ἀποκλεισμό· \снимать арест с чего́-л. αίρω τήν κατάσχεση· \снимать вопрос с повестки дня ἀποσύρω τό ζήτημα ἀπ' τήν ἡμερήσια διάταξη· \снимать свое предложение ἀποσύρω τήν πρόταση μου·7. (освобождать, лишать) ἀπολύω, παύω:\снимать с работы παύω ἀπ' τή δουλειά, ἀπολύω ἀπ' τή δουλειά· ◊ \снимать с учета διαγράφω κάποιον· с себя ответственность ἀπαλλάσσομαι ἀπ' τήν εὐθύνη· \снимать с кого-л. показания юр. ἀνακρίνω κάποιον, παίρνω κατάθεση· как рукой сняло́ разг πέρασε ὁλότελα. -
4 урожай
урожа||йм1. ἡ σοδιά, ἡ ἐσοδεία, ἡ συγκομιδή:уборка \урожайя ἡ συγκομιδή· собирать \урожай συγκομίζω, σοδιάζω·2. прям., перен (изобилие) ἡ ἀφθονία, ἡ ἄφθονη συγκομιδή:\урожай на фрукты ἀφθονία φρούτων.
См. также в других словарях:
σοδιάζω — Ν σοδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εισοδιάζω, με σίγηση τού αρκτικού / i /] … Dictionary of Greek
σοδιάζω — έχω σοδειά, έχω γενικά εισοδήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εισοδεύω — (AM εἰσοδεύω) εισπράττω ως εισόδημα, σοδιάζω μσν. νεοελλ. (για λειτουργό) τελώ την είσοδο αρχ. εισέρχομαι … Dictionary of Greek
εισοδιάζω — και σοδιάζω 1. αποθηκεύω, αποταμιεύω καρπούς και άλλα προϊόντα 2. εισπράττω αρχ. μσν. παθ. (για χρήματα) συνάγομαι συγκεντρώνομαι (στο ταμείο) μσν. κάνω προμήθειες … Dictionary of Greek
εσοδεύω — και σοδεύω και σοδιάζω [έσοδο] 1. συγκεντρώνω και αποθηκεύω για χρήση ή πούλημα καρπούς και άλλα προϊόντα 2. έχω ως εισόδημα … Dictionary of Greek
σοδιαστής — ο, Ν [σοδιάζω] αυτός που αποταμιεύει … Dictionary of Greek
συγκομίζω — ΝΜΑ 1. συλλέγω κάτι, ιδίως καρπούς, και τό μεταφέρω σε κάποιον τόπο, συναθροίζω («τοῡτον [τὸν σῑτον] πάντα συγκομίσας ἐς τὴν ἀγορήν», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με τους καρπούς και μετά από την εποχή τού θερισμού) συγκεντρώνω σε αποθήκες, αποθηκεύω,… … Dictionary of Greek
συμμαζεύω — Ν 1. συναθροίζω, συγκεντρώνω στο ίδιο μέρος πράγματα διασκορπισμένα 2. (ιδίως για αγροτικά προϊόντα) συγκεντρώνω και αποθηκεύω, σοδιάζω, συγκομίζω 3. συνεκδ. τακτοποιώ, συγυρίζω 4. περιστέλλω, συγκρατώ («συμμάζεψε λίγο τα μαλλιά σου να μην… … Dictionary of Greek
σόδιασμα — το, Ν [σοδιάζω] 1. συγκομιδή 2. αποθήκευση, συσσώρευση … Dictionary of Greek