Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

φωτογραφίζω

См. также в других словарях:

  • φωτογραφίζω — φωτογραφίζω, φωτογράφισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φωτογραφίζω — Ν 1. παίρνω φωτογραφία με τη χρήση ειδικής μηχανής 2. απεικονίζω σε φωτογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφίζω — φωτογράφισα, φωτογραφίστηκα, φωτογραφισμένος, φωτογραφώ (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …   Dictionary of Greek

  • φωτογράφιση — η, Ν η φωτογράφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτογραφίζω. Η λ., στον λόγιο τ. φωτογράφισις, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Πρωία] …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφώ — έω, Ν [φωτογράφος] φωτογραφίζω …   Dictionary of Greek

  • κινηματογραφώ — κινηματογράφησα, κινηματογραφήθηκα, κινηματογραφημένος, φωτογραφίζω με κινηματογραφικό μηχάνημα κινούμενα αντικείμενα για να τα προβάλω στην οθόνη: Κινηματογράφησε τους Ολυμπιακούς αγώνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συλλαμβάνω — και συλλαβαίνω συνέλαβα, συλλήφθηκα 1. πιάνω κάποιον, ενεργώ σύλληψη: Δεν μπόρεσαν να συλλάβουν τους δράστες. – Στον πόλεμο είχε συλληφθεί αιχμάλωτος. 2. σχηματίζω στο νου μου: Συνέλαβε μια καλή ιδέα. 3. φωτογραφίζω: Τον συνέλαβε ο φωτογραφικός… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωτογραφώ — φωτογράφησα, φωτογραφήθηκα, φωτογραφημένος, παίρνω φωτογραφίες, παίρνω εικόνες αντικειμένων με φωτογραφική μηχανή, φωτογραφίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»