-
1 отплыть
(о судне) αποπλέω, σαλπάρω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отплыть
-
2 отшвартовывать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отшвартовывать
-
3 плавание
1. (рейс) το ταξίδ/ι, ο πλουςвыходить{}уходить{} в - σαλπάρω (ξεν.), αποπλέωξεκινώ το -, πάω/φεύγω -2. (судовождение) η ναυτιλίαгодность к - ю ικανότητα για -, καταλληλότητα για -, η πλοϊμότητα3. (вид спорта) η κολύμβηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плавание
-
4 якорь
1. мор. η άγκυραбросать - ρίχνω -, αγκυροβολώ2. эл. о δρομέας, ο ρότοραςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > якорь
-
5 снять
снять 1) βγάζω, αφαιρώ; σηκώνω· \снять шляпу βγάζω το καπέλο 2) (урожай и т. л.) σοδιάζω, συγκομίζω 3) (отменить) καταργώ* ακυρώνω, παραγράφω (выговор и т. η.) 4) (освободить, устранить) απολύω, παύω 5) (помещение) νοικιάζω 6) фото τραβώ φωτογραφία, φωτογραφίζω 7) кино γυρίζω ταινία ◇ \снять мерку παίρνω τα μέτρα \сняться 1) βγάζω φωτογραφία; —ся в кино παίζω στον κινηματογράφο 2): \сняться с Якоря σαλπάρω, σηκώνω άγκυρα* * *1) βγάζω, αφαιρώ; σηκώνωснять шля́пу — βγάζω το καπέλο
2) (урожай и т. п.) σοδιάζω, συγκομίζω3) ( отменить) καταργώ; ακυρώνω, παραγράφω (выговор и т. п.)4) (освободить, устранить) απολύω, παύω5) ( помещение) νοικιάζω6) фото τραβώ φωτογραφία, φωτογραφίζω7) кино γυρίζω ταινία••снять ме́рку — παίρνω τα μέτρα
-
6 сняться
снятьсяся в кино́ — παίζω στον κινηματογράφο
2)снятьсяся с я́коря — σαλπάρω, σηκώνω άγκυρα
-
7 отваливать
отваливатьнесов, отвалить сов1. (что-л. тяжелое) παραμερίζω κάτι, ρίχνω· 2· (о пароходе) ἀποπλέω, ἀνοίγομαι στό πέλαγος, σαλπάρω, ἀναχωρώ·3. (щедро давать) разг δίνω χουβαρντάδικα. -
8 отплывать
отплыватьнесов1. (о людях, животных) ἀπομακρύνομαι κολυμπώντας·2. (о судах) ἀποπλέω, σαλπάρω, ἀναχωρώ / κάνω πανιά (о парусном судне). -
9 отчаливать
отчаливатьнесов, отчалить сов мор. ἀπαίρω, σαλπάρω, ἀποπλέω. -
10 плавание
плаваниес1. τό κολύμπι, τό κολύμ-βημα, ἡ κολύμβηση [-ις]·2. (на судах) ὁ πλοῦς, τό πλεύσιμο, ἡ θαλασσοπορία, ἡ ρότα:каботажное \плавание ἡ ἀκτοπλοΐα· кругосветное \плавание ὁ γύρος τοῦ κόσμου μέ πλοίο, ὁ γῦρος τοῦ κόσμου διά θαλάσσης· дальнее \плавание ὁ μακρινός πλοῦς, τό μακρινό θαλασσινό ταξίδι, ἡ ὠκεανο-πλοΐα· отправляться в \плавание σαλπάρω, ἀποπλέω, ξεκινώ γιά ταξίδι. -
11 швартов
швартовм мор., ἀβ. τό παλαμάρι, ὁ κάλως:отдать \швартовы! σαλπάρω, ἀποπλέω. -
12 отплывать
[ατπλυβάτ'] ρ. απομακρύνομαι κολυμπώντας, αναχωρώ, σαλπάρω -
13 отплывать
[ατπλυβάτ'] ρ απομακρύνομαι κολυμπώντας, αναχωρώ, σαλπάρω -
14 отвалить
-алю, -алишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отваленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. αναποδογυρίζω, ανατρέπω•отвалить камень αναποδογυρίζω την πέτρα.
|| ξεκόβω, ρίχνω κάτω, γκρεμίζω. || ξεχωρίζω, βάζω κατά μέρος.2. δίνω, χορηγώ, παρέχω από φιλότιμο.3. αποπλέω, σαλπάρω, αναχωρώ || αναμερώ, κάνω στην άκρη.1. πέφτω, αποσπώμαι, ξεκόβομαι, γκρεμίζομαι.2. (απλ.) παύω να ακουμπώ, δε στηρίζομαι απομακρύνομαι. || παύω να τρώγω, απομακρύνομαι από το φαγητό (ως χορτασμένος).3. ανακάμπτω (το σώμα, το κεφάλι.). -
15 отплыть
-ыву, -ывшь, παρλθ. χρ. отплыл-ла, -лоρ.σ.1. απομακρύνομαι κολυμπώντας.2. αποπλέω, εξορμίζομαι, σαλπάρω. -
16 отправить
-влю, -вишьρ.σ.μ.. (απο)στέλ-λω•отправить письмо στέλλω γράμμα•
отправить посылку στέλλω δέμα.
|| δίνω εντολή εκκίνησης. || κατευθύνω με σκοπό.εκφρ.отправить в рот отправить – βάζω στο στόμα•отправить на тот свет – στέλλω στον άλλο κόσμο (θανατώνω).αναχωρώ, ξεκινώ, εκκινώ• πηγαίνω φεύγω (για πλοίο) αποπλέω, σαλπάρω•поезд -ится через час το τρένο θα φύγει μετά από μια ώρα•
отправить в путь ξεκινώ για ταξίδι, παίρνω δρόμο•
отправить домой πηγαίνω για το σπίτι.
εκφρ.отправить на тот свет (к предкам ή праотцам) – μεταναστεύω στον άλλο κόσμο.-влю, -вишьρ.σ.μ. παλ. εκτελώ, κάνω•отправить панихиду κάνω μνημόσυνο, παννυχίδα.
-
17 плавание
-я ουδ.1. ο πλους, πλεύση•дальнее плавание μακρινός πλους•
плавание вокруг света ή кругосветное плавание ο γύρος του κόσμου με πλωτό μέσο•
каботажное плавание ακτοπλοΐα•
отправиться в плавание αποπλέω, σαλπάρω•
находиться в -и βρίσκομαι σε πλου.
2. κολύμβηση• κολύμπι•школа -я σχολή κολύμβησης.
-
18 якорь
-я, πλθ. якоря -ей α.1. η άγκυρα•бросать якорь ρίχνω άγκυρα, αγκυροβολώ•
поднять якорь ή сняться с -я σηκώνω άγκυρα, σαλπάρω•
стоять на -е είμαι αγκυροβολημένος.
2. άγκυρα ωρολογίου.3. βλ. ротор.εκφρ.якорь спасения – άγκυρα ή σανίδα σωτηρίας (η μόνη ελπίδα).
См. также в других словарях:
σαλπάρω — σαλπάρω, σάλπαρα και σαλπάρισα βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σαλπάρω — Ν 1. εκτελώ τους κατάλληλους χειρισμούς για το ξεκίνημα τού πλοίου, σηκώνω την άγκυρα προκειμένου να αποπλεύσω 2. (κατ επέκτ.) α) αποπλέω, αναχωρώ από το λιμάνι β) (για πρόσ.) ξεκινώ για ταξίδι 3. (η προστ.) σάλπα! (ως ναυτ. παράγγελμα) σηκώστε… … Dictionary of Greek
σαλπάρω — σάλπαρα (λ. ιταλ.), σηκώνω τα πανιά, την άγκυρα, αποπλέω: Το πλοίο έχει σαλπάρει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκπλέω — σαλπάρω, βγαίνω από το λιμάνι, αποπλέω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαλπάρισμα — το, Ν [σαλπάρω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαλπάρω, η ανέλκυση τής άγκυρας τού πλοίου από τον βυθό 2. (κατ επέκτ.) α) απόπλους, αναχώρηση τού πλοίου β) το να ξεκινάει κανείς για ταξίδι με πλοίο … Dictionary of Greek
πανί — και παννί, το 1. λεπτό ύφασμα από λινάρι ή βαμβάκι 2. μικρό τεμάχιο οποιουδήποτε υφάσματος 3. ιστίο πλοίου 4. στον πληθ. τα πανιά α) ειδικά τεμάχια από μαλακό ύφασμα με τα οποία συνήθιζαν να περιτυλίγουν τα μωρά, αλλ. πάνες ή σπάργανα β) το… … Dictionary of Greek
σάλπα — (I) Ν (προστ.) βλ. σαλπάρω. (II) η, Ν βλ. σάλπη … Dictionary of Greek