Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

σαλπάρω

См. также в других словарях:

  • σαλπάρω — σαλπάρω, σάλπαρα και σαλπάρισα βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σαλπάρω — Ν 1. εκτελώ τους κατάλληλους χειρισμούς για το ξεκίνημα τού πλοίου, σηκώνω την άγκυρα προκειμένου να αποπλεύσω 2. (κατ επέκτ.) α) αποπλέω, αναχωρώ από το λιμάνι β) (για πρόσ.) ξεκινώ για ταξίδι 3. (η προστ.) σάλπα! (ως ναυτ. παράγγελμα) σηκώστε… …   Dictionary of Greek

  • σαλπάρω — σάλπαρα (λ. ιταλ.), σηκώνω τα πανιά, την άγκυρα, αποπλέω: Το πλοίο έχει σαλπάρει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκπλέω — σαλπάρω, βγαίνω από το λιμάνι, αποπλέω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαλπάρισμα — το, Ν [σαλπάρω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαλπάρω, η ανέλκυση τής άγκυρας τού πλοίου από τον βυθό 2. (κατ επέκτ.) α) απόπλους, αναχώρηση τού πλοίου β) το να ξεκινάει κανείς για ταξίδι με πλοίο …   Dictionary of Greek

  • πανί — και παννί, το 1. λεπτό ύφασμα από λινάρι ή βαμβάκι 2. μικρό τεμάχιο οποιουδήποτε υφάσματος 3. ιστίο πλοίου 4. στον πληθ. τα πανιά α) ειδικά τεμάχια από μαλακό ύφασμα με τα οποία συνήθιζαν να περιτυλίγουν τα μωρά, αλλ. πάνες ή σπάργανα β) το… …   Dictionary of Greek

  • σάλπα — (I) Ν (προστ.) βλ. σαλπάρω. (II) η, Ν βλ. σάλπη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»