Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φαινετ

См. также в других словарях:

  • φαίνετ' — φαίνετε , φαίνω A ren. pres imperat act 2nd pl φαίνετε , φαίνω A ren. pres ind act 2nd pl φαίνεται , φαίνω A ren. pres ind mp 3rd sg φαίνετο , φαίνω A ren. imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) φαίνετε , φαίνω A ren. imperf ind act 2nd pl (homeric …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • EUPHRATES — I. EUPHRATES Mesopotamiae fluv. celeberrimus, et maximus. Magnitudinem eius innuit Callimach. Hymn. 2. Α῀ςςυρίου ποταμοῖο μέγας ῥόος. Itemque Dionys. Φαίνετ᾿ ἀπειρεσίου ποταυμοῦ ῥόος Ε᾿υφρήταο. Maior siquidem est Tigride, sicut resert Strab. l. 2 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… …   Dictionary of Greek

  • φαίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. φαίνω Α μέσ. 1. είμαι ή γίνομαι ορατός, διακρίνομαι (α. «δεν φαίνεται από εδώ η θάλασσα» β. «φάνεν δὲ oἱ εὐρέες ὦμοι», Ομ. Οδ.) 2. γίνομαι φανερός, φανερώνομαι 3. προβάλλω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (α. «έχει καιρό να φανεί» β …   Dictionary of Greek

  • προσεύχομαι — προσευχήθηκα, απευθύνω προσευχή στο Θεό: Δε φαίνετ ο καλόγερος· μόνος του στ Άγιο Βήμα προσεύχετο κι ετοίμαζε τη μυστική θυσία (Βαλαωρίτης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»