Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αἰσθάνεσθαι

См. также в других словарях:

  • αἰσθάνεσθαι — αἰσθάνομαι perceive pres inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακιώ — μαλακιῶ, άω (Α) [μαλακός] είμαι ή γίνομαι ασθενής ή αδύναμος («αἱ κύνες μαλακιῶσαι τὰς ῥῑνας οὐ δύνανται αἰσθάνεσθαι», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • μαλκίω — (Α) 1. κοκαλώνω από το ψύχος, παγώνω («αἱ κύνες μαλκίουσαι τὰς ῥῑνας οὐ δύνανται αἰσθάνεσθαι», Ξεν.) 2. παραλύω, όπως ο ναρκωμένος από το ψύχος («ταῡτα τοίνυν πάσχοντες ἅπαντες, μέλλομεν καὶ μαλκίομεν καὶ πρὸς τοὺς πλησίον βλέπομεν, ἀπιστοῡντες… …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • νόηση — η (ΑΜ νόησις, Α συνηρ. τ. νῶσις) [νοώ] 1. η ενέργεια τού νοείν, η σύλληψη διά τού νου, το σκέπτεσθαι, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι 2. η ικανότητα και η διαδικασία τής δημιουργίας εννοιών και κρίσεων και η συσχέτισή τους διά τής λογικής… …   Dictionary of Greek

  • ούνεκα — οὕνεκα και, πριν από φωνήεν, οὕνεκεν (Α) (αναφ. σύνδ. αντί oὗ ἕνεκα) 1. γι αυτό, ένεκα τούτου («οὕνεκεν... τὸ πεποναμένον εὖ μή... κρυπτέτω», Πίνδ.) 2. (ως ανταπόδοση στο τοῡδ ἕνεκα, τοὔνεκα και στο τῷ) επειδή, διότι (α. «τοῡδ ἕνεκά σφιν... ἄλγεα …   Dictionary of Greek

  • υλοζωισμός — Φιλοσοφική θεωρία που εκλαμβάνει ακόμα και την υλική πραγματικότητα ως κάτι ζωντανό και έμψυχο. Ιστορικά, ως υλοζωιστική χαρακτηρίζεται η φιλοσοφία των πρώτων Ελλήνων φιλόσοφων και ιδιαίτερα του Θαλή, που αντλούσε την πεποίθησή του αυτή από την… …   Dictionary of Greek

  • αἰσθάνεσθ' — αἰσθάνεσθε , αἰσθάνομαι perceive pres imperat mid 2nd pl αἰσθάνεσθε , αἰσθάνομαι perceive pres ind mid 2nd pl αἰσθάνεσθαι , αἰσθάνομαι perceive pres inf mid αἰσθάνεσθε , αἰσθάνομαι perceive imperf ind mid 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»