Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τρίγληνος

См. также в других словарях:

  • τρίγληνος — three eyed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίγληνος — ον, Α 1. (για σκουλαρίκια) (αμφβλ. ερμ.) αυτός που έχει τρεις στιλπνούς και ακτινοβολούντες λίθους ή αστερίσκους ή, κατ άλλους, αυτός που έχει τρεις οπές, τρεις οφθαλμούς 2. (για την Εκάτη) αυτή που έχει τρεις οφθαλμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * +… …   Dictionary of Greek

  • τρίγληνον — τρίγληνος three eyed masc/fem acc sg τρίγληνος three eyed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίγληνα — τρίγληνος three eyed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • TRIBACA — in verbis Petronii Arbitti. Quo margarita cara Tribaca Indica? An ut Matrona ornata phaleris pelagiis Attolat pedes: Significat Bartholino margaritam, quae tribus bacis unionibusque insertis constabat: quippe binos ternosque elenchos, aureâ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μάρκος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ή Ιωάννης. (Πράξεις ιβ’ 12). Επίσκοπος της Βύβλου ή Βιβλιόπολης της Αντιοχείας. Η μνήμη του τιμάται στις 27 Σεπτεμβρίου. 2. Αναφέρεται και ως Μ. Ευγενικός. Επίσκοπος της Εφέσου. Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»