-
1 γέλως
γέλως, ωτος, ὁ, das Lachen, Gelächter, Ausdruck der Freude, des Spottes u. s. w., von Hom. an überall. Hom. acht Stellen, viermal nom. γέλως, viermal accus. γέλω: Odyss. 20, 8 ἀλλήλῃσι γέλω καὶ ἐυφροσύνην παρέχουσαι, v. l. γέλων u. γέλον; 20, 346 μνηστῆρσι δὲ Παλλὰς Ἀϑήνη ἄσβεστον γέλω ὦρσε, v. l. γέλον; 18, 350 γέλω δ' ἑτάροισιν ἔτευχεν, v. l. γέλων, γέλον; 18, 100 μνηστῆρες χεῖρας ἀνασχόμενοι γέλω ἔκϑανον, v. l. γέλῳ, dativ.; man hat auch das γέλω ohne Jota subscript. in dieser Stelle für den dativ. genommen, es ist aber accusat., vgl. ὁδὸν ἰέναι, ὁδὸν ἡγεῖσϑαι, νικᾶν τὰς γνώμας, Κορινϑίους ἀπεωσάμεϑαναυμαχίαν u. s. w.; die Alexandriner werden hier wohl eine Homerische oder Attische Enallage des Casus gesehn haben; nominat. γέλως Odyss. 8, 344 οὐδέ Ποσειδάωνα γέλως ἔχε, 343 ἐν δὲ γέλως ὦρτ' ἀϑανάτοισι ϑεοῖσιν, 326 und Iliad. 1, 599 ἄσβεστος δ' ἄρ' ἐνῶρτο γέλως μακάρεσσι ϑεοῖσιν. – In Prosa dat. γέλωτι, accus. γέλωτα; nach Moeris γέλων Att. Form, wofür Pierson Beispiele aus Att. Dichtern beibringt, p. 80; – ἐπὶ γέλωτι, zum Scherz, Her. 9, 82; σὺν γέλωτι, unter Lachen, Xen. An. 1, 2, 18; ἅμα γέλωτι Plat. Legg. VII, 789 d; μετὰ γέλωτος Plut. Mar. 18; γέλωτα παρέχειν, Lachen erregen, Plat. Gorg. 473 e; Xen. Cyr. 2, 2, 13; ὀφλισκάνειν Ar. Nubb. 1018; Plat. Phaed. 117 a u. öfter; παρασ κευάζειν Legg. II, 669 b; ποιεῖν Charm. 155 b; Xen. Cyr. 2, 2, 11; κινεῖν Conv. 1, 14; τιϑέναι Eur. Ion. 1191; κατέχειν, das Lachen unterdrücken, Plat. Lach. 184 a; Xen. Cyr. 2, 2, 5; πολὺς γέλως, starkes, langes Gelächter, Cyr. 2, 3, 18 u. sonst; selten πλατύς, was Thom. Mag. empfiehlt; μέγας, ἰσχυρός, Plat. Polit. 295 e Rep. III, 286 e; Αἰάντειος γ. f. Zenob. 1, 43; – γέλωτα τὰ τοιαῦτα τίϑεσϑαι, etwas zum Gegenstand des Lachens, Gespöttes, lächerlich machen, Her. 3, 38; vgl. 29; ἀποδείκνυμι Plat. Theaet. 166 a; ἐς γέλωτά τι τρέπειν Ar. Vesp. 1260; Thuc. 6, 53; εἰς γέλωτα καὶ λοιδορίαν τι ἐμβάλλειν Dem. 10, 75; καὶ ἐς σκώμματα 54, 13; ἐν γέλωτι ποιεῖσϑαί τι, Luc. enc. Dem. 12; γέλως ἐστί, es ist zum Lachen, Dem. 4, 25; vgl. 14, 27; γέλως γίγνεσϑαί τινι, Einem zum Gespött werden, Soph. O. C. 902. – Uebertr. vom leisen Geplätscher der Wellen, Opp. Hal. 4, 334.
-
2 γέλως
γέλως, das Lachen, Gelächter, Ausdruck der Freude, des Spottes; ἐπὶ γέλωτι, zum Scherz; σὺν γέλωτι, unter Lachen; γέλωτα παρέχειν, Lachen erregen; κατέχειν, das Lachen unterdrücken; πολὺς γέλως, starkes, langes Gelächter; γέλωτα τὰ τοιαῦτα τίϑεσϑαι, etwas zum Gegenstand des Lachens, Gespöttes, lächerlich machen; γέλως ἐστί, es ist zum Lachen; γέλως γίγνεσϑαί τινι, einem zum Gespött werden. Übertr. vom leisen Geplätscher der Wellen -
3 γέλως
-
4 γέλως
γέλως, [dialect] Aeol. [full] γέλος, ὁ, gen. γέλωτος, [dialect] Att. γέλω: dat. γέλωτι, [dialect] Ep. γέλω orAγέλῳ Od.18.100
: acc. γέλωτα, poet. (and late Prose, Polyaen.1.34.2, f.l.in Palaeph.30) γέλων, v. infr. (acc. γέλω is v.l. in Od.18.350, cf. infr.): gen. pl. : dat.γέλωσιν Ph. 2.167
, PGiss.1.3.6 (ii A. D.): ([etym.] γελάω):— laughter,γέλῳ ἔκθανον Od. 18.100
;γέλω.. παρέχουσαι 20.8
; ἄσβεστον γέλω (v.l. γέλον) ὦρσεν ib. 346;ἄσβεστος δ' ᾰρ' ἐνῶρτο γέλως.. θεοῖσι Il.1.599
;γέλων δ' ἑτάροισιν ἔτευχε Od.18.350
; ; γέλωτα ποιεῖν, μηχανᾶσθαι, κινεῖν, X.Cyr.2.2.11 and 14, Smp.1.14;παρασκευάζειν Pl.Lg. 669d
; γέλων ξυντιθέναι, γέλωτα ἄγειν, S.Aj. 303, 382;γ. ἔχει τινά Od.8.344
;γ. ἂν γίγνοιτο Pl.Plt. 295e
;γέλωτος καταρραγέντος Ath.5.211c
(so in [voice] Act., πολλοὺς κατέρρηξεν ἡμῶν γέλωτας Hippoloch.ib. 130c);κατασχεῖν γέλωτα X.Cyr.2.2.5
, etc.;οὐ γέλωτα δεῖ σ' ὀφλεῖν E.Med. 404
, cf.Ar.Fr. 898; ἐπὶ γέλωτι to provoke laughter, Hdt.9.82, Ar.Ra. 405; γέλωτος ἄξια ridiculous, E.Heracl. 507; ἅμα or σὺν γέλωτι, Pl.Lg. 789d, X.An.1.2.18;μετὰ γέλωτος Antiph.144.6
; ἐν γέλωτι προφέρειν in joke, Plu.2.124d; πολὺς γ. loud laughter, X.Cyr. 2.3.18, etc. (πλατὺς γ., which Thom.Mag.p.293 R. recommends, is not classical); μέγιστος, ἰσχυρὸς γ., Pl.Plt.l.c., R. 388c; Σαρδόνιος γ. (v. Σαρδόνιος) ; Αἰάντειος γ. a maniac's laugh, Diogenian.1.17.2 metaph. of waves, = γέλασμα, Opp.H.4.334.II occasion of laughter, food for laughter,γ. γίγνομαί τινι S.OC 902
; ταῦτ' οὐ γ. κλύειν ἐμοῦ; E. Ion 528;γέλωτά τινα τίθεσθαι Hdt.3.29
, 7.209; ; εἰς γ. τρέπειν, ἐμβάλλειν, Th.6.35, D.10.75;ἐν γέλωτι ποιεῖσθαί τι Luc.Hist.Conscr.32
, etc.;γ. ἔσθ' ὡς χρώμεθα τοῖς πράγμασι D.4.25
;ὅσα γὰρ.., πλείων ἐστὶ γ. τοῦ μηδενός Id.14.26
. -
5 γελως
1) смех(ἄσβεστος Hom.; πολύς Xen.; ἰσχυρός Plat.; μῶρος Plut.)
γέλωτα (γέλων) παρέχειν Hom., Xen., τιθέναι Eur., κινεῖν Xen., ποιεῖν Xen., Plat. и παρασκευάζειν Plat. — возбуждать или вызывать смех;σὺν γέλωτι Xen., ἅμα γέλωτι Plat. и μετὰ γέλωτος Plut. — со смехом, смеясь;ἐπὴ γέλωτι Her., Arph. — для смеха, шутки ради;ἐν γέλωτι Plut. — в шутку;γέλωτ΄ ὀφλήσειν Arph. — навлечь на себя насмешки2) предмет насмешек, посмешищеγέλωτά τινα (τι) τίθεσθαι Her. или ἀποδεῖξαι Plat., εἰς (ἐς) γέλωτά τι τρέπειν Arph. или ἐμβαλεῖν Dem. и ἐν γέλωτι ποιεῖσθαί τι Luc. — сделать кого(что)-л. посмешищем, поднять кого(что)-л. на смех;
πλείων ἐστὴ γ. τοῦ μηδενός Dem. — смехотворнее этого нет ничего;γ. ἐγὼ γένωμαι τῷδε Soph. — он стал бы смеяться надо мной -
6 γέλως
γέλως, γέλος, dat. γέλῳ, acc. γέλω and γέλον: laughter; γέλῳ ἔκθανον, ‘laughed themselves to death,’ Od. 18.100.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > γέλως
-
7 γέλως
γέλως, ωτος, ὁ (Hom.+) laughter, turned to weeping Js 4:9.—SHalliwell, The Uses of Laughter in Gk Culture: ClQ 41, ’91, 279–96. DELG s.v. γελάω. M-M. TW. -
8 γέλως
γέλω̆ς, γέλωςlaughter: masc acc plγέλω̆ς, γέλωςlaughter: masc nom sgγέλωςlaughter: masc nom sg -
9 γέλως
(-ωτος) ο смех;σαρδόνιος γέλως — саркастический смех;
εκρήγνυμαι εις γέλωτα(ς) — разражаться смехом;
κινώ ( — или προκαλώ) τον γέλωτα — а) вызывать смех (у кого-л.), смешить (кого-л.); — б) становиться смешным (для кого-л.)
-
10 γέλως
ὁ γέλως, ωτος смех -
11 γέλως
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γέλως
-
12 γέλως
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γέλως
-
13 γέλως
смех; LXX: (שְׂחוֹק).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γέλως
-
14 γέλως
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γέλως
-
15 γέλως
, γέλωτος+ ὁ N 3 1-0-6-8-5=20 Gn 21,6; Jer 20,7; 31(48),26.39; Am 7,9laughter, derision Gn 21,6*Am 7,9 βωμοὶ τοῦ γέλωτος the high places of laughter, the ridiculous high places-חקשׂ במות for MTחקשׂי במות the high places of Isaac; *Mi 1,10(primo) κατὰ γέλωτα in derision-חפר? shame for MT עפרה(ל בית) (Bet-le-,,)Afra? and עפר dust; *Mi 1,10(secundo) κατὰ γέλωτα in derision -חפר? shame for MT (1,11) עברי pass on→NIDNTT; TWNT -
16 πρηΰ-γελως
πρηΰ-γελως, ὁ, ἡ, ion. = πραΰγελως, sanft lächelnd; Ζέφυρος, M. Arg. 24 (X, 4); auch von der Weinflasche, 18 (IX, 229).
-
17 πρᾱΰ-γελως
πρᾱΰ-γελως, ὁ, ἡ, sanftlächelnd, Licymn. b. S. Emp. adv. eth. 49; vgl. die ion. Form πρηΰγελως.
-
18 παλιγ-γέλως
παλιγ-γέλως, ωτος, ὁ, gegenseitiges Verlachen, Philo.
-
19 πολύ-γελως
πολύ-γελως, ωτος, viel lachend, Sp.
-
20 φιλό-γελως
φιλό-γελως, ωτος, ὁ, das Lachen liebend, gern lachend; φιλογέλωτας Plat. Rep. III, 388 e; Ggstz ὀδυρτικός, Arist. rhet. 2, 13; Sp., wie Alciphr. 3, 43; φιλόγελως ὄντας Ath. VI, 261 c.
См. также в других словарях:
γέλως — ( ωτος), ο (AM γέλως) 1. το γέλιο για δήλωση χαράς, ειρωνείας ή σαρκασμού 2. ο ήχος που αναδίδεται από το γέλιο 3. αιτία, λόγος που προκαλεί γέλιο 4. κοιλότητα που σχηματίζεται στα μάγουλα κατά το γέλιο, κοινώς λακκάκι 5. φρ. α) «Σαρδόνιος γέλως» … Dictionary of Greek
γέλως — γέλω̆ς , γέλως laughter masc acc pl γέλω̆ς , γέλως laughter masc nom sg γέλως laughter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαρδώνιος γέλως. — σαρδώνιος γέλως. См. Сардонический смех … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἄσβεστος γέλως. — ἄσβεστος γέλως. См. Гомерический смех … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Σαρδόνιος γέλως — (σαρδόνιο γέλιο). Η φράση προέρχεται από το φυτό sardonia herba (χόρτο της Σαρδηνίας). Οι παλιότεροι πίστευαν πως το φυτό αυτό προκαλούσε νευρικό γέλιο. Γι’ αυτό και σ.γ. σημαίνει πικρό ή ειρωνικό γέλιο … Dictionary of Greek
γέλω — γέλως laughter dat sg (epic) γέλως laughter masc dat sg γέλω̆ , γέλως laughter masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελώτοιν — γέλως laughter masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελώτων — γέλως laughter masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέλωσι — γέλως laughter masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέλωσιν — γέλως laughter masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέλωτα — γέλως laughter masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)