Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

τοξ-

См. также в других словарях:

  • τόξ' — τόξα , τόξον bow neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PHARETRA Cressa — apud Virg. Georg. l. 3. v. 345. Armaque Amyclaeumque canem, Cressamque saretram. Et Lycia, apud Papinium Theb. l. 6. v. 645. Coetera plebs Lyciis gaudet contenta pharetris: pro praestan tissima, ab usu sagittandi utriusque gentis. Quales autem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για …   Dictionary of Greek

  • ευαλκής — εὐαλκής, ές (Α) ισχυρός, άλκιμος («εὐαλκής νεότης», Κλήμ. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αλκής (< αλκή «δύναμη»), πρβλ. αν αλκής, τοξ αλκής] …   Dictionary of Greek

  • κεραελκής — κεραελκής, ές (Α) 1. (συν. για ταύρους) αυτός που έχει δυνατά κέρατα, αυτός που χρησιμοποιεί με δύναμη τα κέρατά του 2. ο διακοσμημένος με κέρας, κερουλκός* 3. (το αρσ. πληθ.) κεραελκεῑς (κατά τόν Ησύχ.) κερατεσσείς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερε αλκής… …   Dictionary of Greek

  • λιθουργός — λιθουργός, ὁ (Α) 1. αυτός που κατεργάζεται λίθο, λιθοξόος 2. ο γλύπτης, σε αντιδιαστολή προς τον ανδριαντοποιό που χρησιμοποιεί ορείχαλκο 3. φρ. «σιδήρια λιθουργά» εργαλεία τού κτίστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + (F)οργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ… …   Dictionary of Greek

  • λινουλκός — λινουλκός, όν (Α) κατασκευασμένος από κλωσμένες ίνες λιναριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + ουλκός (< ἕλκω), πρβλ. εμβρυ ουλκός, τοξ ουλκός] …   Dictionary of Greek

  • λιχμήρης — λιχμήρης, ῆρες (Α) (για φίδι) αυτό που κινεί τη γλώσσα του σαν να γλείφει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιχμῶ + ήρης(< ἀραρίσκω «κρεμώ» (πρβλ. ποδ ήρης, τοξ ήρης)] …   Dictionary of Greek

  • λυχνίτις — λυχνῑτις, ιδος, ἡ (Α) 1. το φυτό βαλλωτή 2. το φυτό φλομίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + επίθημα ῖτις (πρβλ. λιμεν ίτις, τοξ ίτις)] …   Dictionary of Greek

  • μηλάτης — και μηλότης, ὁ (Α) ο ποιμένας (α. «μηλόται ποιμένες», Ησύχ. β. «ποιμένων, οἳ καὶ προβατεῑς καλοῡνται καὶ μηλάται», Ευστάθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο. τ. μηλ ότης < μῆλον (II) «κοπάδι, αγέλη ζώων» + κατάλ. ότης (πρβλ. ιππ ότης, τοξ ότης). Το μηλ άτης έχει… …   Dictionary of Greek

  • μονάρχης — Μια εντυπωσιακή ως προς τον χρωματισμό και το μέγεθος πεταλούδα της Βόρειας Αμερικής (είδος Danaus plexippus της οικογένειας των δαναϊδων της τάξης των λεπιδόπτερων). Έχει έκταση φτερών μέχρι 8 εκ. και σχηματίζει μεγάλα σμήνη που μετακινούνται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»