-
1 τόξ'
τόξα, τόξονbow: neut nom /voc /acc pl -
2 τοξάζομαι
A shoot with a bow, Od.8.220, 228: c. gen. objecti, shoot at, εἰ καὶ.. τοξαζοίατο φωτῶν ib. 218;κακῶς ἀνδρῶν τοξάζεαι 22.27
: later c. acc.,τ. θῆρας Opp.C.4.54
.—Poet. word, for which τοξεύω is usual in Prose, but τοξάζω ([voice] Act. ) occurs in Heraclit. All.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τοξάζομαι
-
3 τοξαλκέτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τοξαλκέτης
-
4 τοξαλκής
τοξ-αλκής, ές,A mighty with the bow, Orph.H.58.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τοξαλκής
-
5 τοξαλλίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τοξαλλίς
-
6 τοξάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τοξάριον
-
7 τοξαρχέω
A to be captain of the archers, Supp.Epigr.2.361 (Apollonia in Illyricum, iv/iii B. C.), IG4.698 (Hermione, ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τοξαρχέω
-
8 τόξαρχος
τόξ-αρχος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τόξαρχος
-
9 τοξεία
τοξ-εία, ἡ,A archery, OGI339.37 (Sestos, ii B. C., pl.), D.S. 3.8, 5.74, Str.16.4.10, Ph.2.158 (pl.), J.AJ1.3.8, Hld.9.3 (pl.).II collective for οἱ τοξόται, force of archers, Philostr.VA8.7: pl., bows, J.AJ5.5.4. -
10 τοξελκής
τοξ-ελκής, ές,A drawing the bow, Man.4.244.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τοξελκής
-
11 τόξευμα
A arrow, Hdt.4.132, al., S.Fr. 427, E.Fr. 455, Dsc.3.32;τρωθεὶς εἰς τὸμ πλεύμονα τοξεύματι IG42(1).122.56
(Epid., iv B. C.); ὅσον τ. ἐξικνέεται the distance of a bow-shot, Hdt.4.139; πρὶν τ. ἐξικνεῖσθαι before an arrow reached them, X.An.1.8.19; ἐπειδὴ εἰς τ. ἀφίκοιντο came within shot, Id.Cyr.1.4.23; ἐντὸς τοξεύματος ibid., E.HF 991;ἔξω τοξεύματος Th.7.30
; ἔβαλλον Βακχίου τοξεύμασι κάρα γέροντος, of the cottabus, E.Fr. 562; φαρέτρα τοξευμάτων a quiverful of arrows (as a prize), IG12(5).647.28 (Ceos, iii B. C.); missile of any kind, Ascl.Tact.1.2: metaph., of songs and words, Pi.I.5(4).47; soκαρδίας τοξεύματα S.Ant. 1085
;ὄμματος θελκτήριον τόξευμα A.Supp. 1005
.II collective in pl. for οἱ τοξόται, force of archers, Hdt.6.112, Plu.Pyrrh.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τόξευμα
-
12 τόξευσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τόξευσις
-
13 τοξεύς
-
14 τοξευτήρ
II a species of wolf, Ar. Byz.Epit.89.11, Opp.C.3.296.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τοξευτήρ
-
15 τοξευτής
II the constellation Sagittarius, Arat.306, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τοξευτής
-
16 τοξευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τοξευτικός
-
17 τοξευτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τοξευτός
-
18 τοξεύω
A shoot with the bow, τινος at a mark, Il.23.855;πάντες, ὥστε τοξόται σκοποῦ, τοξεύετ' ἀνδρὸς τοῦδε S.Ant. 1034
; alsoτ. ἐπὶ σκοποῦ Pl.Sis. 391a
;ἐς ἀλλήλους Hdt.1.214
, cf. X.Cyr.3.3.66;κατά τινων Luc.Pisc.7
(metaph.); ἐς χωρίον, ἐς τὰ γυμνά, Hdt.8.128, Th.3.23;ἐπ' ἐκεῖνο Luc.Cal.15
(metaph.);πρὸς τὸν οὐρανόν Hdt.4.94
: metaph.,τοξεύσασα τῆς εὐδοξίας E.Tr. 643
, cf. Ion 1411: abs., use the bow, Hdt.1.136; by an arrow,Id.
3.74, cf. Ar. Av. 1187, Th.4.48, etc.; καθ' ὑπερβολὰν τοξεύσας having shot too high, S.OT 1197 (lyr.); εὔστοχα or ἄσκοπα τ. with good or no aim, Luc. Nigr.36, Tox.62.II c. acc. objecti, shoot or hit with an arrow, X.An.4.2.12;θηρίον Id.Cyr.1.2.10
; :—[voice] Pass., to be struck by an arrow, Th.3.98, X.An.1.8.20, 4.1.18, Dsc.3.32.2 metaph.,Ἔρως ἐτόξευσ' αὐτόν E.Tr. 255
; is aimed at,Id.
Fr. 850.3 c. acc. rei, shoot from a bow, metaph., discharge, send forth,τ. ὕμνους Pi.I.2.3
;γλῶσσα τοξεύσασα μὴ τὰ καίρια A.Supp. 446
; ταῦτα νοῦς ἐτόξευσεν μάτην hath shot these arrows in vain, E.Hec. 603:—[voice] Pass., . -
19 τοξήρης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τοξήρης
-
20 τοξία
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τόξ' — τόξα , τόξον bow neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PHARETRA Cressa — apud Virg. Georg. l. 3. v. 345. Armaque Amyclaeumque canem, Cressamque saretram. Et Lycia, apud Papinium Theb. l. 6. v. 645. Coetera plebs Lyciis gaudet contenta pharetris: pro praestan tissima, ab usu sagittandi utriusque gentis. Quales autem… … Hofmann J. Lexicon universale
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
ευαλκής — εὐαλκής, ές (Α) ισχυρός, άλκιμος («εὐαλκής νεότης», Κλήμ. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αλκής (< αλκή «δύναμη»), πρβλ. αν αλκής, τοξ αλκής] … Dictionary of Greek
κεραελκής — κεραελκής, ές (Α) 1. (συν. για ταύρους) αυτός που έχει δυνατά κέρατα, αυτός που χρησιμοποιεί με δύναμη τα κέρατά του 2. ο διακοσμημένος με κέρας, κερουλκός* 3. (το αρσ. πληθ.) κεραελκεῑς (κατά τόν Ησύχ.) κερατεσσείς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερε αλκής… … Dictionary of Greek
λιθουργός — λιθουργός, ὁ (Α) 1. αυτός που κατεργάζεται λίθο, λιθοξόος 2. ο γλύπτης, σε αντιδιαστολή προς τον ανδριαντοποιό που χρησιμοποιεί ορείχαλκο 3. φρ. «σιδήρια λιθουργά» εργαλεία τού κτίστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + (F)οργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ… … Dictionary of Greek
λινουλκός — λινουλκός, όν (Α) κατασκευασμένος από κλωσμένες ίνες λιναριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + ουλκός (< ἕλκω), πρβλ. εμβρυ ουλκός, τοξ ουλκός] … Dictionary of Greek
λιχμήρης — λιχμήρης, ῆρες (Α) (για φίδι) αυτό που κινεί τη γλώσσα του σαν να γλείφει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιχμῶ + ήρης(< ἀραρίσκω «κρεμώ» (πρβλ. ποδ ήρης, τοξ ήρης)] … Dictionary of Greek
λυχνίτις — λυχνῑτις, ιδος, ἡ (Α) 1. το φυτό βαλλωτή 2. το φυτό φλομίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + επίθημα ῖτις (πρβλ. λιμεν ίτις, τοξ ίτις)] … Dictionary of Greek
μηλάτης — και μηλότης, ὁ (Α) ο ποιμένας (α. «μηλόται ποιμένες», Ησύχ. β. «ποιμένων, οἳ καὶ προβατεῑς καλοῡνται καὶ μηλάται», Ευστάθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο. τ. μηλ ότης < μῆλον (II) «κοπάδι, αγέλη ζώων» + κατάλ. ότης (πρβλ. ιππ ότης, τοξ ότης). Το μηλ άτης έχει… … Dictionary of Greek
μονάρχης — Μια εντυπωσιακή ως προς τον χρωματισμό και το μέγεθος πεταλούδα της Βόρειας Αμερικής (είδος Danaus plexippus της οικογένειας των δαναϊδων της τάξης των λεπιδόπτερων). Έχει έκταση φτερών μέχρι 8 εκ. και σχηματίζει μεγάλα σμήνη που μετακινούνται… … Dictionary of Greek