-
1 σαγη
1) снаряжение, вещиοἰκεία σ. Aesch. — личные вещи, поклажа:
2) тж. pl. вооружение Trag.3) вьюк Babr. -
2 σαγή
η упряжь, сбруя -
3 παντελης
21) полный, законченный(σάγη Aesch.; πανοπλία Plat.)
2) абсолютный, неограниченный(μοναρχία Soph.; ἐλευθερία Plat.)
π. δάμαρ Soph. — полновластная, т.е. законная супруга;βωμοὴ ἐσχάραι τε παντελεῖς Soph. — абсолютно все жертвенники и домашние алтари;τὰ δήμου παντελῆ ψηφίσματα Aesch. — состоявшееся решение народа3) все завершающий, все осуществляющий(Ζεύς, χρόνος Aesch.)
-
4 τοξηρης
См. также в других словарях:
σαγή — pack fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαγή — η, ΝΑ νεοελλ. το σύνολο τών εξαρτημάτων που τίθενται στα υποζύγια για ίππευση, για ζεύξη ή για φόρτωση αρχ. 1. το φορτίο τών αποσκευών που ανήκουν σε οδοιπόρο («αὐτόφορτος οἰκείᾳ σαγῇ» μεταφέροντας ο ίδιος τις αποσκευές του, Αισχύλ.) 2.… … Dictionary of Greek
σαγή — η σύνολο εξαρτημάτων που τα βάζουν στα υποζύγια προκειμένου να τα φορτώσουν ή να τα ζέψουν ή να τα ιππεύσουν: Σαγή ίππευσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαγῇ — σάσσω aor subj pass 3rd sg σάττω fill quite full aor subj pass 3rd sg σαγή pack fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάγη — σάσσω aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) σάττω fill quite full aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαγαῖς — σαγή pack fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαγαί — σαγή pack fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαγέων — σαγή pack fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαγήν — σαγή pack fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανσαγία — ἡ, Α η πανοπλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σάγη / σαγή «φορτίο, οπλισμός» (< σάττω / σάσσω)] … Dictionary of Greek
σάττω — ΝΑ, και ιων. τ. σάσσω Α νεοελλ. σελώνω, σαμαρώνω μσν. καταβυθίζω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς, γεμίζω μέχρι επάνω («πᾱς δ ἀνὴρ ἔσαττε τεῡχος ἡ κόϊκ ἢ κωρύκους», Φερεκρ.) 2. παραφουσκώνω, παραγεμίζω 3. τακτοποιώ κάτι εναποθέτοντάς το σε αλλεπάλληλα… … Dictionary of Greek