Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

τοξ-ουλκός

См. также в других словарях:

  • λινουλκός — λινουλκός, όν (Α) κατασκευασμένος από κλωσμένες ίνες λιναριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + ουλκός (< ἕλκω), πρβλ. εμβρυ ουλκός, τοξ ουλκός] …   Dictionary of Greek

  • ξιφουλκός — ξιφουλκός, όν (Α) αυτός που σύρει το ξίφος από τη θήκη, που ξεσπαθώνει («ξιφουλκῷ χειρί», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + ουλκός (< ἕλκω), πρβλ. λιθ ουλκός, τοξ ουλκός] …   Dictionary of Greek

  • φωτουλκός — όν, Α αυτός που έλκει, που δέχεται το φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + ουλκός (< ὁλκή / ὁλκός < ἕλκω), πρβλ. ξιφ ουλκός, τοξ ουλκός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»