-
1 σωματικὴ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σωματικὴ
-
2 σωματικός
-
3 αγωγή
η1) воспитание; образование, обучение;σωματική αγωγή — физическое воспитание, физкультура;
μουσική αγωγή — музыкальное образование;
αισθητική αγωγή — эстетическое воспитание;
δεν έχει καθόλου αγωγή — он совершенно невоспитан;
2) курс (лечения и т. п.);3) юр. привлечение к суду; обвинение, иск;πολιτική (ποινική) αγωγή — привлечение к суду по гражданскому (по уголовному) делу;
εγείρω (κινώ) αγωγή κατά κάποιου — возбуждать дело против кого-л.;
του έκαμα αγωγή — я предъявил ему иск
-
4 ακεραιότητα
[-ης (-ητος)] η1) целостность, цельность; нетронутость, невредимость;σωματική ακεραιότητα — неприкосновенность личности;
2) цельность (характера);3) чистота, честность, неподкупность -
5 βλάβη
η1) вред, ущерб; повреждение;σωματική βλάβη — телесные повреждения;
ηθική βλάβη — моральный ущерб;
οργανική βλάβη мед. — органическое повреждение;
προς βλάβην μου (σου, του κ.λ.π.) — в ущерб себе (тебе, ему и т. д.);
προς ( — или με) βλάβην της υγείας μου — в ущерб своему здоровью;
προξενώ βλάβη — причинять вред;
2) авария; -
6 διάπλαση
-
7 έρευνα
η1) поиск, розыск; отыскивание, разыскивание; 2) исследование, изыскание, поиск;Ίνστιτουτο επιστημονικών έρευνών — научно-исследовательский институт;
επιστημονική έρευνα — научное исследование;
γεωλογικές έρευνες — геологическая разведка;
3) расследование, дознание;επιτόπιος έρευνα — расследование на месте;
4) обыск;σωματική έρευνα — личный обыск;
κατ' οίκον έρευνα — домашний обыск;
κάνω έρευνα — обыскивать;
υποβάλλω σε έρευνα — подвергать обыску
-
8 κάθαρση
См. также в других словарях:
σωματικῇ — σωματικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματική — σωματικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγχος — Σωματική και ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από το αίσθημα διάχυτου φόβου, ο οποίος μπορεί να φτάσει από την ανησυχία έως τον πανικό, με οδυνηρά αισθήματα περίσφιξης του θώρακα και του λαιμού. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα άγχω (= σφίγγω τον … Dictionary of Greek
σωματικῆι — σωματικῇ , σωματικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
σωματικός — ή, ό / σωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σώμα, σώματος] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο σώμα (α. «σωματική διάπλαση» β. «σωματικαὶ ἐργασίαι», πάπ. γ. «πόνοι σωματικοί», επιγρ. δ. «σωματικὰ ἔργα», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σωματική, υλική… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
έρευνα — (Νομ.). Ανακριτική πράξη, η οποία κατά τον ΚΠΔ αποβλέπει στη βεβαίωση ενός κακουργήματος ή πλημμελήματος, στην ανακάλυψη των δραστών ή στη διαπίστωση και αποκατάσταση της ζημίας που προκάλεσε η διάπραξη ενός τέτοιου αδικήματος. Η έ. επιτρέπεται… … Dictionary of Greek
παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek