-
1 προξενώ
-
2 προξενώ
[проксэно] ρ причинять, вызывать, доставлять. -
3 ανία
-
4 απέχθεια
η отвращение, омерзение; ненависть; брезгливость;προξενώ (αισθάνομαι) απέχθεια γιά κάτι — внушать (питать) отвращение к чему-л.;
-
5 βλάβη
η1) вред, ущерб; повреждение;σωματική βλάβη — телесные повреждения;
ηθική βλάβη — моральный ущерб;
οργανική βλάβη мед. — органическое повреждение;
προς βλάβην μου (σου, του κ.λ.π.) — в ущерб себе (тебе, ему и т. д.);
προς ( — или με) βλάβην της υγείας μου — в ущерб своему здоровью;
προξενώ βλάβη — причинять вред;
2) авария; -
6 δυσαρέσκεια
η недовольство, неудовольствие;досада;προκαλώ ( — или προξενώ) δυσαρέσκεια — вызывать недовольство;
εκφράζω τη δυσαρέσκεια μου выразить своё неудовольствие -
7 έκπληξη
[-ις (-εως)] η1) удивление, изумление;με έκπληξή μου άκουσα ότι... — с изумлением услышал, что...;
προς μεγάλην έκπληξη όλων — всем на удивление; — к всеобщему удивлению;
προς με,γάλην μου έκπληξη — к моему великому удивлению;
προξενώ έκπληξη — удивлять, поражать;
2) сюрприз; неожиданность (обычно приятная);σας ετοιμάζω μιά έκπληξη — я вам готовлю сюрприз
-
8 εντύπωση
[-ις (-εως)] η впечатление;κάνω ( — или προκαλώ, προξενώ) εντύπωση — производить (большое) впечатление;
αφήνω ( — или δίνω) την εντύπωση — создавать впечатление;
αποκομίζω τάς αρίστας των εντυπώσεων εκ... выносить наилучшие впечатления из...;έχω την εντύπωση ότι... — полагать, что...;
μένω με την εντύπωση... — у меня остаётся впечатление...;
μου δημιουργείται η εντύπωση... — у меня складывается впечатление, что...;
§ έχω την εντύπωση — мне кажется, по-моему...
-
9 ζημία
-
10 ίλιγγος
-
11 κατάπληξη
[-ις (-εως)] η изумление;προκαλώ ( — или προξενώ, κάνω) κατάπληξη — поражать, изумлять
-
12 ναυτία
-
13 φρίκη
η ужас, страх; кошмар;προκαλώ ( — или προξενώ) (τη) φρίκη — приводить в ужас, в содрогание;
νοιώθω φρίκη — приходить в ужас, ужасаться;
κυριευμένος από τη φρίκη — объятый ужасом;
με πιάνει φρίκη — меня охватывает ужас;
είναι φρίκη να την βλέπεις — смотреть на 'неё страшно;
με φρίκη — с ужасом;
(είναι) φρίκη! — или τί φρίκη! — какой ужас!
См. также в других словарях:
προξενώ — προξενῶ, έω, ΝΜΑ [πρόξενος] προκαλώ κάτι, γίνομαι αίτιος να γίνει κάτι (α. «ξίφος έξω από τη θήκη / πλέον ανδρείαν σού προξενεί», Σολωμ. β. «ταύτην σοι τὴν εὐδαιμονίαν προξενοῡμεν», ΚΔ γ. «οἱ ταύτην Καίσαρι τὴν τιμὴν προξενοῡντες», Πλούτ.) μσν.… … Dictionary of Greek
προξενώ — προξενώ, προξένησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προξενώ — προξένησα, προξενήθηκα, προκαλώ, γίνομαι αίτιος να γίνει κάτι: Η χαλαζόπτωση προξένησε μεγάλες ζημιές στη γεωργική παραγωγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προξενῶ — προξενέω to be pres subj act 1st sg (attic epic doric) προξενέω to be pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Προξένῳ — Πρόξενος public masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προξένῳ — πρόξενος public masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακουράζω — προξενώ σε κάποιον υπερβολική κόπωση … Dictionary of Greek
κατασυγκινώ — προξενώ μεγάλη συγκίνηση σε κάποιον, συγκλονίζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + συγκινῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Προξένωι — Προξένῳ , Πρόξενος public masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προξένωι — προξένῳ , πρόξενος public masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek