Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

προξενώ

См. также в других словарях:

  • προξενώ — προξενῶ, έω, ΝΜΑ [πρόξενος] προκαλώ κάτι, γίνομαι αίτιος να γίνει κάτι (α. «ξίφος έξω από τη θήκη / πλέον ανδρείαν σού προξενεί», Σολωμ. β. «ταύτην σοι τὴν εὐδαιμονίαν προξενοῡμεν», ΚΔ γ. «οἱ ταύτην Καίσαρι τὴν τιμὴν προξενοῡντες», Πλούτ.) μσν.… …   Dictionary of Greek

  • προξενώ — προξενώ, προξένησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προξενώ — προξένησα, προξενήθηκα, προκαλώ, γίνομαι αίτιος να γίνει κάτι: Η χαλαζόπτωση προξένησε μεγάλες ζημιές στη γεωργική παραγωγή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προξενῶ — προξενέω to be pres subj act 1st sg (attic epic doric) προξενέω to be pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Προξένῳ — Πρόξενος public masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προξένῳ — πρόξενος public masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακουράζω — προξενώ σε κάποιον υπερβολική κόπωση …   Dictionary of Greek

  • κατασυγκινώ — προξενώ μεγάλη συγκίνηση σε κάποιον, συγκλονίζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + συγκινῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Προξένωι — Προξένῳ , Πρόξενος public masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προξένωι — προξένῳ , πρόξενος public masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»