Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

επιτόπιος

См. также в других словарях:

  • επιτόπιος — α, ο (Α ἐπιτόπιος, ον και ἐπιτόπιος, α, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τόπο, που γίνεται ή βρίσκεται στον ίδιο τόπο («επιτόπια έρευνα»). επίρρ... επιτοπίως και α (AM ἐπιτοπίως) στον ίδιο τόπο όπου γίνεται, παράγεται ή βρίσκεται κάτι μσν.… …   Dictionary of Greek

  • επιτόπιος — α, ο επίρρ. α που είναι του τόπου, που βρίσκεται ή γίνεται σ αυτό τον τόπο: Επιτόπια έρευνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιτοπίως — ἐπιτόπιος on the spot adverbial ἐπιτόπιος on the spot masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτόπιοι — ἐπιτόπιος on the spot masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Nikos Papazoglou — (griechisch Νίκος Παπάζογλου, * 20. März 1948 in Thessaloniki; † 17. April 2011 [1] ebenda) war ein griechischer Sänger und …   Deutsch Wikipedia

  • Nikos Papazoglou — Νίκος Παπάζογλου Datos generales Nacimiento 20 de Marzo, 1948 Origen …   Wikipedia Español

  • Nikos Papazoglou — Νίκος Παπάζογλου Background information Born 20 March 1948(1948 03 20) Origin …   Wikipedia

  • Níkos Papázoglou — Naissance 20 mars 1948 …   Wikipédia en Français

  • Папазоглу, Никос — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Папазоглу. Никос Папазоглу …   Википедия

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»