-
1 έρευνα
η1) поиск, розыск; отыскивание, разыскивание; 2) исследование, изыскание, поиск;Ίνστιτουτο επιστημονικών έρευνών — научно-исследовательский институт;
επιστημονική έρευνα — научное исследование;
γεωλογικές έρευνες — геологическая разведка;
3) расследование, дознание;επιτόπιος έρευνα — расследование на месте;
4) обыск;σωματική έρευνα — личный обыск;
κατ' οίκον έρευνα — домашний обыск;
κάνω έρευνα — обыскивать;
υποβάλλω σε έρευνα — подвергать обыску
-
2 εταιρ(ε)ία
η1) общество;επιστημονική εταιρ(ε)ία — научное общество;
ιατρική εταιρ(ε)ία — общество врачей;
2):,(εμπορική) εταιρ(ε)ία — общество, товарищество, объединение, компания;
μετοχική εταιρ(ε)ία — акционерное общество;
ανώνυμος εταιρ(ε)ία — анонимное акционерное общество;
§ Φιλική εταιρ(ε)ία ист. « — Филики Этерия» (тайное революционное общество, которое возглавил генерал Ипсиланти в 1820 г.)
-
3 εταιρ(ε)ία
η1) общество;επιστημονική εταιρ(ε)ία — научное общество;
ιατρική εταιρ(ε)ία — общество врачей;
2):,(εμπορική) εταιρ(ε)ία — общество, товарищество, объединение, компания;
μετοχική εταιρ(ε)ία — акционерное общество;
ανώνυμος εταιρ(ε)ία — анонимное акционерное общество;
§ Φιλική εταιρ(ε)ία ист. « — Филики Этерия» (тайное революционное общество, которое возглавил генерал Ипсиланти в 1820 г.)
См. также в других словарях:
επιστημονική φαντασία — Αφηγηματικό είδος (διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα, ύλη ειδικών περιοδικών, ταινίες, βιντεοπαιχνίδια) που αντανακλά τις φανταστικές ή αληθοφανείς θεωρίες οι οποίες στηρίζονται σε έναν ορισμένο τύπο επιστημονικών προφητειών και έχουν ως… … Dictionary of Greek
ἐπιστημονικῇ — ἐπιστημονικός capable of knowledge fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστημονική — ἐπιστημονικός capable of knowledge fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… … Dictionary of Greek
ζεσεοσκοπία — Επιστημονική μέθοδος που μελετά την ανύψωση του σημείου ζέσης ενός διαλύματος ως προς το σημείο ζέσης του καθαρού διαλύτη. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται στην ταπείνωση της τάσης των ατμών, η οποία προκαλείται από την προσθήκη του διαλυτού. Η ευθεία … Dictionary of Greek
αίγιθος — Επιστημονική ονομασία γένους κολεοπτέρων εντόμων. Ζουν στις χώρες της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής που βρίσκονται στην τροπική ζώνη. Είναι μικρά σε μέγεθος, έως 1,5 εκ., και έχουν μαύρο και, πολύ συχνά, σκούρο μπλε χρώμα. Οι α. πολλαπλασιάζονται … Dictionary of Greek
αγκωνιαίος — Επιστημονική ονομασία του μικρού πυραμιδοειδούς μυός, που βρίσκεται στο πίσω μέρος της επιφάνειας του αγκώνα και στον οποίο οφείλεται η ικανότητά του να εκτείνεται. * * * αία, αίο [αγκώνας] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αγκώνα … Dictionary of Greek
αιγωλιός — Επιστημονική ονομασία γένους πουλιών της οικογένειας των στριγγιδών, της τάξης των στριγγομόρφων. Ζουν σε δεντρόφυτες περιοχές της Ασίας και της Ευρώπης. Στην Ελλάδα απαντώνται στις δασώδεις εκτάσεις της Στερεάς και της Μακεδονίας και φωλιάζουν… … Dictionary of Greek
αιματοπότης — Επιστημονική ονομασία γένους διπτέρων εντόμων της οικογένειας των ταβανιδών, γνωστό κυρίως ως ντάβανοςαλογόμυγα (αρχ. οίστρος). Είναι καστανόφαιο έντομο, με κοκκινοπράσινα μάτια, που ζει στο βόρειο ημισφαίριο και προσβάλλει ζώα και ανθρώπους,… … Dictionary of Greek
ψυχογλωσσολογία — Επιστημονική έρευνα της γλωσσικής συμπεριφοράς και των διαδικασιών που την προσδιορίζουν. Η ψ. γεννήθηκε από τη συνεργασία γλωσσολόγων και ψυχολόγων, από τους οποίους οι πρώτοι επεδίωκαν να επισημάνουν, στον χώρο των νοητικών και ψυχικών… … Dictionary of Greek
αιγειρία — Επιστημονική ονομασία γένους λεπιδόπτερων εντόμων. Είναι πεταλούδες, ιθαγενείς της Αμερικής, που έχουν μεγάλα φτερά με έντονους χρωματισμούς, ενώ οι κεραίες τους καταλήγουν σε μια ροπαλοειδή απόφυση … Dictionary of Greek