-
1 σχηματίζω
[схиматизо] р. образовывать, формировать, составлятьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σχηματίζω
-
2 составлять
составлятьнесов1. (собирать, объединять) συνενώνω·2. (сочинять, создавать) συντάσσω, καταστρώνω, κάνω:\составлять план καταστρώνω σχέδιο· \составлять протокол συντάσσω πρακτικό· \составлять словарь συγγράφω (или συντάσσω) λεξικό·3. (образовывать) σχηματίζω, συγκροτώ:\составлять предложение σχηματίζω πρόταση· \составлять определенное мнение σχηματίζω ὁρισμένη γνώμη· \составлять кабинет полит σχηματίζω κυβέρνηση·4. (представлять, являться) ἀποτελώ:\составлять исключение ἀποτελώ ἐξαίρεση· это не составит большого труда αὐτό δέν χρειάζεται μεγάλο κόπο· ◊ \составлять себе состояние σχηματίζω περιουσία· \составлять компанию кому́-л. κάνω κάποιου παρέα \составлятьлиться σχηματίζομαι, συγκροτοῦμαι, δημιουργούμαι. -
3 составить
-влю, -вишь ρ.σ.μ.1. παραθέτω, παρατάσσω, βάζω δίπλα, μαζί•составить стулья в угол βάζω, κακτοποιώ τα καθίσματα στη γωνία.
|| συνενώνω, φέρω κοντά, πλησιάζω.2. φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω• εκτελώ• συνθέτω• ενώνω, συντάσσω•составить лестницу φτιάχνω σκάλα•
составить узор φτιάχνω διάκοσμο•
составить лекарство φτιάχνω φάρμακο•
составить план φτιάχνω πλάνο,
4. (κυρλξ. κ. μτφ) σχηματίζω, συγκροτώ• δημιουργώ• αποκτώ•хор συγκροτώ χορωδία•
составить новое правительство σχηματίζω νέα κυβέρνηση•
составить карьеру κάνω καριέρα•
составить себе имя δημιουργώ όνομα•
составить мнение σχηματίζω γνώμη•
составить себе представление σχηματίζω αντίληψη (εικόνα)•
ученики -ли предложения οι μαθητές έκαμαν προτάσεις.
5. αποτελώ•это не -ит препятствие αυτό δε θα αποτελέσει εμπόδιο•
это не -ит большого труда αυτό δε θα απαιτήσει μεγάλο κόπο,
6. κατεβάζω•составить цветы с подоконника на пол κατεβάζω τα λουλούδια από το κατώφλι του παραθυριού στο πάτωμα.
1. σχηματίζομαι, γίνομαι, δημιουργούμαι.2. συγκροτούμαι, ιδρύομαι• οργανώνομαι.3. αποτελούμαι κλπ. ρ.μ. -
4 формированиеть
формирование||тьнесов σχηματίζω, διαμορφώνω, διαπλάθω, συγκροτώ:\формированиетьть правительство σχηματίζω κυβέρνηση· \формированиетьть полк σχηματίζω (или συγκροτῶ)σύνταγμα \формированиетьться σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι, συγκροτοῦμαι. -
5 строить
1. (здание, сооружение) κτίζω, οικοδομώ 2 (график, кривую) σχεδιάζω 3. (создавать, составлять что-л.) σχηματίζω, συντάσσω 4. (организовывать) σχηματίζω, τακτοποιώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > строить
-
6 набрать
набрать 1) μαζεύω, συγκεντρώνω 2) полигр. στοιχειοθετώ ◇ \набрать номер (телефона) παίρνω (или σχηματίζω) τον αριθμό ( του τηλεφώνου)* * *1) μαζεύω, συγκεντρώνω2) полигр. στοιχειοθετώ••набра́ть но́мер (телефо́на) — παίρνω ( или σχηματίζω) τον αριθμό (του τηλεφώνου)
-
7 образовать
образовать, образовывать 1) σχηματίζω, διοργανώνω 2) (формировать) διαμορφώνω \образоваться 1) σχηματίζομαι, διοργανώνομαι 2) (формироваться) διαμορφώνομαι* * *= образовывать1) σχηματίζω, διοργανώνω2) ( формировать) διαμορφώνω -
8 создать
-
9 составить
-
10 формировать
формировать διαμορφώνω, σχηματίζω, φορμάρω \формироваться σχηματίζομαι* * *διαμορφώνω, σχηματίζω, φορμάρω -
11 образовывать
образовывать Iнесов σχηματίζω, ὁργανώνω, συγκροτώ:\образовывать комиссию συγκροτώ (или σχηματίζω) ἐπιτροπή· \образовывать партизанский отряд ὁργανώνω παρτιζάνικο τμήμα.образовывать IIнесов (обучать) ἐκπαιδεύω, μορφώνω. -
12 расслаивать
расслаиватьнесов1. χωρίζω/ σχηματίζω πετρώματα (породы и т. п.)·2. перен διαφοροποιώ, χωρίζω σέ κοινωνικά στρώματα \расслаиваться1. χωρίζομαι σέ φύλλα (о тесте) / σχηματίζω πετρώματα (о породах и т. п.)·2. перен διαφοροποιοὔ-μαι, χωρίζομαι σέ κοινωνικά στρώματα. -
13 морщить
-
14 отложить
-ложу, -ложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отложенный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. βάζω κατά μέρος• αποθέτω. || αφήνω, διατηρώκάτι για κάποιον•отложить на чрный день βάζω στην άκρη για ώρα ανάγκης.
|| τέμνω, χωρίζω.2. αναβάλλω•отложить на завтра αναβάλλω για αύριο•
отложить свадьбу αναβάλλω το γάμο.
3. παλ. αναδιπλώνω•отложить воротника κατεβάζω το γιακά.
4. ξεζεύω.5. (διαλκ.) ανοίγω, σύρω, τραβώ (τοσύρτη, μάνταλο κ.τ.τ.).6. γεννώ, αποθέτω•отложить яйца αποθέτω αυγά για κλώσσισμα•
отложить икру αποθέτω το γόνο, γονοβολώ, ωοτοκώ.
7. (γεωλ.) σχηματίζω στρώματα.εκφρ.отложить попечение – δε φροντίζω πια, παύω να φροντίζω.1. (γεωλ.) κατακάθομαι, σχηματίζω στρώμα.2. μτφ. εντυπώνομαι, μου κολλά, μου μπαίνει•отложить в памяти εντυπώνομαι στη μνήμη.
3. παλ. αποσπώμαι, ξεχωρίζω, γίνομαι ανεξάρτητος. || απομακρύνομαι, αποφεύγω απομονώνομαι. -
15 формировать
-рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. формированный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.μ.1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• σχηματίζω, δίνω σχήμα, μορφή, διαμορφώνω, διαπλάσσω• πλάθω, φορμάρω•формировать произведение δίνω μορφή στο έργο•
формировать снова ανασχηματίζω•
суровая жизнь -рует сильные характеры η σκληρή ζωή διαμορφώνει ισχυρούς χαρακτήρες.
2. δημιουργώ, φτιάχνω, συγκροτώ•формировать правительство σχηματίζω κυβέρνηση•
формировать дивизию συγκροτώ μεραρχία.
1. σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι, διαπλάθομαι.2. δημιουργούμαι, συγκροτούμαι. -
16 кривая
η καμπύλ/ηаппроксимиро-вать - ую отрезками прямой υπολογίζω το μήκος της - ης με μικρές ευθείεςнепрерывная - см. сплошная -сигмоидальная мат. - σιγμοειδής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кривая
-
17 образовывать
1. (создавать, вызывать появление) σχηματίζω, διαμορφώνω 2. (основывать, организовывать) οργανώνω, συγκροτώ, δημιουργώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > образовывать
-
18 подтенять
(образец в микроскопии) σκιάζω, σχηματίζω σκιές (στο δείγμα για να γίνει πιο έντονο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подтенять
-
19 составлять
1. (документ, график, план и т.п.) συντάσσω, καταστρώνω 2. (часть, долю чего-л.) σχηματίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > составлять
-
20 схематизировать
σχηματοποιώ, σχηματίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > схематизировать
См. также в других словарях:
σχηματίζω — assume a certain form pres subj act 1st sg σχηματίζω assume a certain form pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχηματίζω — σχηματίζω, σχημάτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σχηματίζω — ΝΜΑ [σχῆμα, ήματος) 1. (μτβ.) δίνω σχήμα, δίνω μορφή σε ένα αντικείμενο, τὸ διαμορφώνω 2. (αμτβ.) α) παίρνω ή έχω ένα ορισμένο σχήμα, μια ορισμένη μορφή (α. «αν αφήσεις αυτό το ξύλινο τεμάχιο στον ήλιο, θα χαλάσει και θα σχηματίσει κοιλότητες» β … Dictionary of Greek
σχηματίζω — σχημάτισα, σχηματίστηκα, σχηματισμένος 1. έχω σχήμα, διαγράφω σχήμα: Σχημάτισε στον πίνακα έναν κύκλο. 2. δημιουργώ: Σχηματίστηκε μια καινούργια πλατεία με τη διάνοιξη του χώρου. – Σχημάτισε μεγάλη περιουσία. 3. «Σχηματίζω κρίση, γνώμη»,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχηματίζεσθε — σχηματίζω assume a certain form pres imperat mp 2nd pl σχηματίζω assume a certain form pres ind mp 2nd pl σχηματίζω assume a certain form imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχηματίζῃ — σχηματίζω assume a certain form pres subj mp 2nd sg σχηματίζω assume a certain form pres ind mp 2nd sg σχηματίζω assume a certain form pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχηματίξει — σχηματίζω assume a certain form aor subj act 3rd sg (epic doric) σχηματίζω assume a certain form fut ind mid 2nd sg σχηματίζω assume a certain form fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχηματίσουσιν — σχηματίζω assume a certain form aor subj act 3rd pl (epic) σχηματίζω assume a certain form fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σχηματίζω assume a certain form fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχηματίσω — σχηματίζω assume a certain form aor subj act 1st sg σχηματίζω assume a certain form fut ind act 1st sg σχηματίζω assume a certain form aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχηματισμένα — σχηματίζω assume a certain form perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐσχηματισμένᾱ , σχηματίζω assume a certain form perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐσχηματισμένᾱ , σχηματίζω assume a certain form perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχηματιζομένων — σχηματίζω assume a certain form pres part mp fem gen pl σχηματίζω assume a certain form pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)