-
41 намыть
-мою, -бешь ρ.σ.μ.1. πλύνω (πολλά)•намыть белья πλύνω πολλά ρούχα.
2. καλοπλύνω, καθαροπλύνω.3. σχηματίζω προσχώσεις.4. ξεπλύνω, αποπλύνω.πλΰνομαι καλά• -
42 образовать
-зую, -зуешь, μτχ. ενστ. образующий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. образованный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.κ.σ.μ. σχηματίζω, διαμορφώνω, κάνω•три линии -уют треугольник τρεις γραμμές κάνουν τρίγωνο•
дорога -ует полукруг ο δρόμος κάνει ημικύκλιο.
|| ιδρύω, δημιουργώ, συγκροτώ, φτιάχνω•образовать комиссию συγκροτώ επιτροπή•
образовать драмкружок ιδρύω δραματικό όμιλο.
|| αποτελώ.1. ιδρύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. τακτοποιούμαι.ρ.δ. и. σ. παλ. μορφώνω. || τελειοποιώ.μορφώνομαι, εκπαιδεύομαι. -
43 описать
опишу, опишешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. описанный, βρ: -сан, -а, -о ρ.σ.μ.1. περιγράφω, παρασταίνω, απεικονίζω•описать нравы и обычаи народа περιγράφω τα ήθη και έθιμα του λαού.
2. περιγράφω τα χαρακτηριστικά κάποιου.3. καταγράφω.4. (μαθ.) περιγράφω.5. διαγράφω, σχηματίζω (για κίνηση).κάνω γραφικό λάθος. -
44 ороговеть
-έθΤ ρ.σ. σκληρύνομαι, κοκκα-λιάζω σχηματίζω κερατινωση. -
45 отроить
-рою, -роишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отронный, βρ: -рон, -роена, -роеноρ.σ.μ.ξεχωρίζω μέρος μελισσών για να ρίξουν σμάρι.σχηματίζω σμάρι, ρίχνω. -
46 профилировать
-рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. профилированный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ. к.σ.μ. σχηματίζω, δίνω μορφή, σχήμα (σε μέταλλα). || κατατομή.σχηματίζομαι, παίρνω τη μορφή, το σχήμα. -
47 расслоить
-лою, -лоишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расслоённый, βρ: -лон, -лоена, -лоеноρ.σ.μ.1. χωρίζω ή κάνω κατά στρώματα•расслоить тесто φτιάχνω το ζυμάρι φύλλα•
расслоить почву σχηματίζω πετρώματα στο έδαφος.
2. μτφ. χωρίζω σε κοινωνικά στρώματα.1. χωρίζομαι, σε στρώματα ή φύλλα.2. μτφ. χωρίζομαι (από διακριτικά σημάδια). -
48 сократить
-ащу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сокращнный, -щн, -щена, -щеноρ.σ.μ.1. συντομεύω, βραχύνω, κονταίνω• περικόπτω, κόβω•сократить путь συντομεύω το δρόμο•
сократить статью περικόπτω το άρθρο.
|| σχηματίζω αρκτικόλεξα, ή συντετμημένα ή βραχυγραφίες λέξεων ή σύνθετες συντομογραφίες.2. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• περιορίζω•сократить расходы περιορίζω τα έξοδα•
сократить армжю μειώνω την αρι,θμητική δύναμη του στρατού.
3. απολύω από τη δουλειά (λόγω περιορισμού εργατικής δύναμης ή προσωπικού).4. (απλ.) χαλιναγωγώ, περιορίζω, δεσμεύω, συγκρατώ.5. (μαθ.) απλοποιώ.1. συντομεύομαι, βραχύνομαι, κονταίνω, μικραίνω•расстояние -лось η απόσταση μίκραινε•
дни -лись οι μέρες μίκραιναν.
2. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω.3. συστέλομαι, μαζεύω (για υφάσματα, όργανα του σώματος).4. (μαθ.) απλοποιούμαι. -
49 фонтанировать
-руетρ.δ. αναβρύζω, αναβλύζω• σχηματίζω πίδακα.
См. также в других словарях:
σχηματίζω — assume a certain form pres subj act 1st sg σχηματίζω assume a certain form pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχηματίζω — σχηματίζω, σχημάτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σχηματίζω — ΝΜΑ [σχῆμα, ήματος) 1. (μτβ.) δίνω σχήμα, δίνω μορφή σε ένα αντικείμενο, τὸ διαμορφώνω 2. (αμτβ.) α) παίρνω ή έχω ένα ορισμένο σχήμα, μια ορισμένη μορφή (α. «αν αφήσεις αυτό το ξύλινο τεμάχιο στον ήλιο, θα χαλάσει και θα σχηματίσει κοιλότητες» β … Dictionary of Greek
σχηματίζω — σχημάτισα, σχηματίστηκα, σχηματισμένος 1. έχω σχήμα, διαγράφω σχήμα: Σχημάτισε στον πίνακα έναν κύκλο. 2. δημιουργώ: Σχηματίστηκε μια καινούργια πλατεία με τη διάνοιξη του χώρου. – Σχημάτισε μεγάλη περιουσία. 3. «Σχηματίζω κρίση, γνώμη»,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχηματίζεσθε — σχηματίζω assume a certain form pres imperat mp 2nd pl σχηματίζω assume a certain form pres ind mp 2nd pl σχηματίζω assume a certain form imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχηματίζῃ — σχηματίζω assume a certain form pres subj mp 2nd sg σχηματίζω assume a certain form pres ind mp 2nd sg σχηματίζω assume a certain form pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχηματίξει — σχηματίζω assume a certain form aor subj act 3rd sg (epic doric) σχηματίζω assume a certain form fut ind mid 2nd sg σχηματίζω assume a certain form fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχηματίσουσιν — σχηματίζω assume a certain form aor subj act 3rd pl (epic) σχηματίζω assume a certain form fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σχηματίζω assume a certain form fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχηματίσω — σχηματίζω assume a certain form aor subj act 1st sg σχηματίζω assume a certain form fut ind act 1st sg σχηματίζω assume a certain form aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχηματισμένα — σχηματίζω assume a certain form perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐσχηματισμένᾱ , σχηματίζω assume a certain form perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐσχηματισμένᾱ , σχηματίζω assume a certain form perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχηματιζομένων — σχηματίζω assume a certain form pres part mp fem gen pl σχηματίζω assume a certain form pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)