-
1 στοιχειοθετώ
[стихиотэто] ρ.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στοιχειοθετώ
-
2 набрать
набрать 1) μαζεύω, συγκεντρώνω 2) полигр. στοιχειοθετώ ◇ \набрать номер (телефона) παίρνω (или σχηματίζω) τον αριθμό ( του τηλεφώνου)* * *1) μαζεύω, συγκεντρώνω2) полигр. στοιχειοθετώ••набра́ть но́мер (телефо́на) — παίρνω ( или σχηματίζω) τον αριθμό (του τηλεφώνου)
-
3 набирать
1. полигр. στοιχειοθετώ 2. (собирать) συλλέγω, μαζεύω 3. ав. (высоту) ανυψώνομαικερδίζω/παίρνω ύψος4. (скорость) ανοίγω/αυξάνω (την ταχύτητα) 5. (тлф.) πληκτρολογώ/καλώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > набирать
-
4 набирать
набиратьнесов1. μαζεύω, μαζώνω, συναθροίζω / γεμίζω (воду, воздух):\набирать горючее ἐφοδιάζομαι μέ καύσιμα·2. (производить набор куда-л.) ἐγγράφω (учащихся)/ προσλαμβάνω, μισθώνω (рабочих)! στρατολογώ, ἐπιστρατεύω (вармию):\набирать учеников ἐγγράφω μαθητές·3. полигр. στοιχειοθετώ· ◊ \набирать номер (телефона) παίρνω τόν ἀριθμό (τηλεφώνου)· \набирать скорость ἀνοίγω ταχύτητα· \набирать высоту́ ἀνυψώνομαι, παίρνω δψος. -
5 разрядка
разряд||каж1. ἡ ὕφεση [-ις], ἡ χαλάρωση τής ἔντασης:\разрядка напряженности в международных отношениях ἡ ὕψεση στίς διεθνείς σχέσεις·2. полигр. ἡ ἀραίωση (τυπογραφικών στοιχείων):набирать в \разрядкаку στοιχειοθετώ ἀραιά, ἀραιώνω. -
6 разряжать
разряжать Iнесов1. (оружие) ἀδειάζω·2. эл. ἐκκενώνω·3. полигр. στοιχειοθετώ ἀραιά, ἀραιώνω· ◊ \разряжать атмосферу ἐπιφέρω ὕφεση.разряжать IIнесов (наряжать) разг στολίζω. -
7 набрать
-беру, -бершь, παρλθ. χρ. набрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. набранный, βρ: -ран, -а, κ. -набратьа-оρ.σ.μ.1. (ποσοτικά κ. βαθμιαία) συνάζω, συναθροίζω, συγκεντρώνω, μαζεύω περισυλλέγω•набрать корзину грибов μαζεύω ένα καλάθι μανιτάρια.
2. παίρνω, γεμίζω εφοδιάζομαι•набрать воды παίρνω νερό.
|| δέχομαι•набрать заказов παίρνω παραγγελίες.
3. προσλαμβάνω•набрать рабочих προσλαμβάνω εργάτες.
|| στρατολογώ επιστρατεύω συγκροτώ μισθώνω•набрать армию συγκροτώ στρατό•
труппу συγκροτώ (μισθώνω) θίασο•
набрать отряд συγκροτώ τμήμα.
4. συνθέτω, συναρμολογώ, κατασκευάζω. || παίρνω, επιλέγω•набрать номер телефона παίρνω τον αριθμό του τηλεφώνου.
|| επαυξαίνω•набрать скорость αυξαίνω (παίρνω) ταχύτητα, επιταχύνω.
(τυπγρ.) στοιχειοθετώ.1. συνάζομαι, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. μτφ. παίρνω, αντλώ, βρίσκω κάνω•набрать сил παίρνω δύναμη•
набрать смелость παίρνω θάρρος•
набрать терпение κάνω υπομονή.
3. αποκτώ, λαβαίνω, δέχομαι•набрать тифу παίρνω τύφο (αρρωσταίνω από τύφο).
|| δοκιμάζω, υποφέρω.4. εξευρίσκω•где мне деньги набрать που να τα βρώ (ή να πάρω) χρήματα.
5. μεθώ, κουτσοπίνω.εκφρ.набрать духу – εμψυχώνομαι, εμψυχώνω τον εαυτό μου•набрать ума (разума) – λογικεύομαι, ορθοφρονώ βάζω γνώση, μυαλό.
См. также в других словарях:
στοιχειοθετώ — στοιχειοθετώ, στοιχειοθέτησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στοιχειοθετώ — Ν 1. σχηματίζω στο συνθετήριο λέξεις ή στίχους με τυπογραφικά στοιχεία 2. χτυπώ τα πλήκτρα λινοτυπικής ή μονοτυπικής μηχανής για τον σχηματισμό στίχων 3. κάνω φωτοσύνθεση, κάνω φωτοστοιχειοθεσία 4. μτφ. (για πράξεις, ενέργειες, εκδηλώσεις)… … Dictionary of Greek
στοιχειοθετώ — στοιχειοθέτησα, στοιχειοθετήθηκα, στοιχειοθετημένος, τοποθετώ τα τυπογραφικά στοιχεία έτσι, ώστε να σχηματίζουν λέξεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναστοιχειοθετώ — στοιχειοθετώ (κείμενο) εκ νέου, για δεύτερη φορά … Dictionary of Greek
στοιχειοθέτηση — η, Ν η στοιχειοθεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στοιχειοθετώ. Η λ., στον λόγιο τ. στοιχειοθέτησις, μαρτυρείται από το 1875 στο περιοδικό Όμηρος] … Dictionary of Greek
στοιχειοθεσία — η, Ν 1. (στην παραδοσιακή τυπογρ.) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στοιχειοθετώ, δηλαδή η τοποθέτηση τών τυπογραφικών στοιχείων με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίζουν λέξεις και στίχους 2. η φωτοσύνθεση, η φωτοστοιχειοθεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
συνθέτω — Ν 1. συνδέω αρμονικά πολλά επιμέρους τμήματα για τη συγκρότηση ενός συνόλου 2. γράφω τη μελωδία μουσικού έργου 3. συγγράφω λογοτεχνικό έργο 4. (τυπογρ.) στοιχειοθετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συν θετ τού συν τίθ ημι (πρβλ. σύνθεσις, σύνθετος), βλ. και λ … Dictionary of Greek