-
1 συγκροτώ
[сингрото] р. создавать, образовывать, формировать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συγκροτώ
-
2 набрать
-беру, -бершь, παρλθ. χρ. набрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. набранный, βρ: -ран, -а, κ. -набратьа-оρ.σ.μ.1. (ποσοτικά κ. βαθμιαία) συνάζω, συναθροίζω, συγκεντρώνω, μαζεύω περισυλλέγω•набрать корзину грибов μαζεύω ένα καλάθι μανιτάρια.
2. παίρνω, γεμίζω εφοδιάζομαι•набрать воды παίρνω νερό.
|| δέχομαι•набрать заказов παίρνω παραγγελίες.
3. προσλαμβάνω•набрать рабочих προσλαμβάνω εργάτες.
|| στρατολογώ επιστρατεύω συγκροτώ μισθώνω•набрать армию συγκροτώ στρατό•
труппу συγκροτώ (μισθώνω) θίασο•
набрать отряд συγκροτώ τμήμα.
4. συνθέτω, συναρμολογώ, κατασκευάζω. || παίρνω, επιλέγω•набрать номер телефона παίρνω τον αριθμό του τηλεφώνου.
|| επαυξαίνω•набрать скорость αυξαίνω (παίρνω) ταχύτητα, επιταχύνω.
(τυπγρ.) στοιχειοθετώ.1. συνάζομαι, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. μτφ. παίρνω, αντλώ, βρίσκω κάνω•набрать сил παίρνω δύναμη•
набрать смелость παίρνω θάρρος•
набрать терпение κάνω υπομονή.
3. αποκτώ, λαβαίνω, δέχομαι•набрать тифу παίρνω τύφο (αρρωσταίνω από τύφο).
|| δοκιμάζω, υποφέρω.4. εξευρίσκω•где мне деньги набрать που να τα βρώ (ή να πάρω) χρήματα.
5. μεθώ, κουτσοπίνω.εκφρ.набрать духу – εμψυχώνομαι, εμψυχώνω τον εαυτό μου•набрать ума (разума) – λογικεύομαι, ορθοφρονώ βάζω γνώση, μυαλό. -
3 составить
-
4 образовывать
образовывать Iнесов σχηματίζω, ὁργανώνω, συγκροτώ:\образовывать комиссию συγκροτώ (или σχηματίζω) ἐπιτροπή· \образовывать партизанский отряд ὁργανώνω παρτιζάνικο τμήμα.образовывать IIнесов (обучать) ἐκπαιδεύω, μορφώνω. -
5 формированиеть
формирование||тьнесов σχηματίζω, διαμορφώνω, διαπλάθω, συγκροτώ:\формированиетьть правительство σχηματίζω κυβέρνηση· \формированиетьть полк σχηματίζω (или συγκροτῶ)σύνταγμα \формированиетьться σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι, συγκροτοῦμαι. -
6 образовать
-зую, -зуешь, μτχ. ενστ. образующий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. образованный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.κ.σ.μ. σχηματίζω, διαμορφώνω, κάνω•три линии -уют треугольник τρεις γραμμές κάνουν τρίγωνο•
дорога -ует полукруг ο δρόμος κάνει ημικύκλιο.
|| ιδρύω, δημιουργώ, συγκροτώ, φτιάχνω•образовать комиссию συγκροτώ επιτροπή•
образовать драмкружок ιδρύω δραματικό όμιλο.
|| αποτελώ.1. ιδρύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. τακτοποιούμαι.ρ.δ. и. σ. παλ. μορφώνω. || τελειοποιώ.μορφώνομαι, εκπαιδεύομαι. -
7 организовать
-зуго, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. организованный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ. κ. σ.μ.1. οργανώνω συγκροτώ•организовать спортивное общество οργανώνω αθλητικό σύλλογο•
организовать комитет συγκροτώ επιτροπή.
|| μτφ. (προ)ετοιμάζω.2. διοργανώνω.3. τακτοποιώ, διευθετώ•организовать свой труд οργανώνω την εργασία μου.
1. οργανώνομαι.2. διοργανώνομαι.3. τακτοποιούμα ι, διευθετούμαι,. -
8 составить
-влю, -вишь ρ.σ.μ.1. παραθέτω, παρατάσσω, βάζω δίπλα, μαζί•составить стулья в угол βάζω, κακτοποιώ τα καθίσματα στη γωνία.
|| συνενώνω, φέρω κοντά, πλησιάζω.2. φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω• εκτελώ• συνθέτω• ενώνω, συντάσσω•составить лестницу φτιάχνω σκάλα•
составить узор φτιάχνω διάκοσμο•
составить лекарство φτιάχνω φάρμακο•
составить план φτιάχνω πλάνο,
4. (κυρλξ. κ. μτφ) σχηματίζω, συγκροτώ• δημιουργώ• αποκτώ•хор συγκροτώ χορωδία•
составить новое правительство σχηματίζω νέα κυβέρνηση•
составить карьеру κάνω καριέρα•
составить себе имя δημιουργώ όνομα•
составить мнение σχηματίζω γνώμη•
составить себе представление σχηματίζω αντίληψη (εικόνα)•
ученики -ли предложения οι μαθητές έκαμαν προτάσεις.
5. αποτελώ•это не -ит препятствие αυτό δε θα αποτελέσει εμπόδιο•
это не -ит большого труда αυτό δε θα απαιτήσει μεγάλο κόπο,
6. κατεβάζω•составить цветы с подоконника на пол κατεβάζω τα λουλούδια από το κατώφλι του παραθυριού στο πάτωμα.
1. σχηματίζομαι, γίνομαι, δημιουργούμαι.2. συγκροτούμαι, ιδρύομαι• οργανώνομαι.3. αποτελούμαι κλπ. ρ.μ. -
9 формировать
-рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. формированный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.μ.1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• σχηματίζω, δίνω σχήμα, μορφή, διαμορφώνω, διαπλάσσω• πλάθω, φορμάρω•формировать произведение δίνω μορφή στο έργο•
формировать снова ανασχηματίζω•
суровая жизнь -рует сильные характеры η σκληρή ζωή διαμορφώνει ισχυρούς χαρακτήρες.
2. δημιουργώ, φτιάχνω, συγκροτώ•формировать правительство σχηματίζω κυβέρνηση•
формировать дивизию συγκροτώ μεραρχία.
1. σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι, διαπλάθομαι.2. δημιουργούμαι, συγκροτούμαι. -
10 группирование
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > группирование
-
11 комплектовать
1. (составлять комплекты чего-л.) συγκροτώ, επανδρώνω 2. (дополнять до комплекта) συμπληρώνω (το σύνολο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > комплектовать
-
12 образовывать
1. (создавать, вызывать появление) σχηματίζω, διαμορφώνω 2. (основывать, организовывать) οργανώνω, συγκροτώ, δημιουργώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > образовывать
-
13 группировать
гру́пп||ироватьнесов συγκεντρώνω, συναθροίζω, συγκροτώ, κατατάσσω. -
14 конструировать
конструироватьнесов1. κατασκευάζω, οἰκοδομώ·2. (организовывать) συγκροτώ, σχηματίζω, ὁργανώνω. -
15 митинг
митингм τό συλλαλητήριο[ν], ἡ συγκέντρωση:массовый \митинг τό μαζικό συλλαλητήριό проводить \митинг συγκροτώ συλλαλητήριο. -
16 организовать
организоватьсов, организовывать несов1. (основывать) ὁργανώνω, διοργα· νώνω, συγκροτώ·2. (подготавливать, налаживать, сплачивать) ὁργανώνω·3. (упорядочивать) ὁργανώνω, ρυθμίζω:организовать свой труд ρυθμίζω τήν δουλειά μου. -
17 создавать
создаватьнесов вразн. знач. δημιουργώ:\создавать кружок συγκροτώ (или ὁργανώνω) δμιλο· \создавать благоприятные условия δημιουργώ εὐνοϊκές συνθήκες (или · δ-ρους)· \создавать впечатление προξενώ τήν ἐντύπωση· \создавать иллюзии δημιουργώ αὐταπάτες. -
18 составлять
составлятьнесов1. (собирать, объединять) συνενώνω·2. (сочинять, создавать) συντάσσω, καταστρώνω, κάνω:\составлять план καταστρώνω σχέδιο· \составлять протокол συντάσσω πρακτικό· \составлять словарь συγγράφω (или συντάσσω) λεξικό·3. (образовывать) σχηματίζω, συγκροτώ:\составлять предложение σχηματίζω πρόταση· \составлять определенное мнение σχηματίζω ὁρισμένη γνώμη· \составлять кабинет полит σχηματίζω κυβέρνηση·4. (представлять, являться) ἀποτελώ:\составлять исключение ἀποτελώ ἐξαίρεση· это не составит большого труда αὐτό δέν χρειάζεται μεγάλο κόπο· ◊ \составлять себе состояние σχηματίζω περιουσία· \составлять компанию кому́-л. κάνω κάποιου παρέα \составлятьлиться σχηματίζομαι, συγκροτοῦμαι, δημιουργούμαι. -
19 укомплектованиеовывать
укомплектование||овыватьнесов καταρτίζω, συγκροτώ, ἀπαρτίζω. -
20 группировать
-рую, -руешьρ.δ.μ.ενώνω, συγκεντρώνω σε ομάδες• κατανέμω σε γκρουπ• συγκροτώ.ενώνομαι, συγκεντρώνομαι κατά ομάδες• συγκροτούμαι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συγκροτώ — συγκροτῶ, έω, ΝΜΑ [κροτῶ] 1. συνθέτω, συνιστώ ένα σύνολο με τη συνένωση πολλών πραγμάτων ή στοιχείων αρμονικά διατεταγμένων 2. φρ. «συγκροτώ μάχη» συνάπτω μάχη, μάχομαι νεοελλ. 1. (για πλήθος προσώπων) πράττω κάτι από κοινού 2. (η μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek
συγκροτώ — συγκροτώ, συγκρότησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συγκροτώ — συγκρότησα, συγκροτήθηκα, συγκροτημένος 1. σχηματίζω κάποιο σύνολο: Συγκρότησαν μια ισχυρή ομάδα ποδοσφαίρου. 2. αποτελώ: Συγκροτήθηκε το Συμβούλιο της Δημοκρατίας από τους πρώην πρωθυπουργούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγκροτῶ — συγκροτέω strike together pres subj act 1st sg (attic epic doric) συγκροτέω strike together pres ind act 1st sg (attic epic doric) συγκροτέω strike together pres subj act 1st sg (attic epic doric) συγκροτέω strike together pres ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανασυγκροτώ — συγκροτώ εκ νέου, αναδιοργανώνω, ανασυνθέτω, ανορθώνω … Dictionary of Greek
ανασυνιστώ — συγκροτώ εκ νέου, ιδρύω πάλι … Dictionary of Greek
κροτώ — (AM κροτῶ, έω, Α και κορτώ) 1. κάνω κρότο, παράγω ήχο («ὑπερώησαν δέ οἱ ίπποι κείν ὄχεα κροτέοντες», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι ή χτυπώ κάτι με αποτέλεσμα την παραγωγή κρότου («θύρσω κροτῶν γῆν», Ευρ.) νεοελλ. 1. εκπυρσοκροτώ 2. (το αρσ. μτχ. ενεστ.… … Dictionary of Greek
συγκρότηση — η / συγκρότησις, ήσεως, ΝΜΑ [συγκροτῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συγκροτώ, η συνένωση σε ένα αρμονικό σύνολο, σύσταση, σχηματισμός («επιβάλλεται η συγκρότηση εξεταστικής επιτροπής») νεοελλ. 1. στον πληθ. οι συγκροτήσεις φυσ. οι παλμοί που… … Dictionary of Greek
αναπλάθω — (Α ἀναπλάσσω και ττω) πλάθω εκ νέου, δίνω νέα μορφή σε κάτι, μεταμορφώνω, μετασχηματίζω διαμορφώνω προς το καλύτερο, αναμορφώνω, βελτιώνω (Εκκλ.) μέσ.αναγεννιέμαι με το βάπτισμα νεοελλ. 1. αναμορφώνω κάποιον ηθικά, τού δίνω νέα ηθική κατεύθυνση 2 … Dictionary of Greek
αξυγκρότητος — ἀξυγκρότητος, ον (αντί ἀσυγκρότητος) (Α) 1. αυτός που δεν συγκολλήθηκε με σφυρί 2. μτφ. (για κωπηλάτη) αυτός που δεν εξασκήθηκε να κωπηλατεί ταυτόχρονα με τους άλλους 3. (για ύφος) χαλαρό, πλαδαρό, όχι πυκνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ξυγκροτώ… … Dictionary of Greek
απαρτίζω — (Α ἀπαρτίζω) [απαρτί] νεοελλ. συγκροτώ, συναποτελώ, καταρτίζω αρχ. 1. κάνω κάτι άρτιο, κανονικό 2. ετοιμάζω, συμπληρώνω, αποτελειώνω 3. (παθ. μτχ.) απηρτισμένος τέλειος, πλήρης 4. (αμτβ.) α) είμαι πλήρης, τέλειος β) είμαι κατάλληλος, ταιριάζω,… … Dictionary of Greek