-
1 στρογγυλος
31) круглый, шарообразный(ἥ ῥίζα τοῦ λωτοῦ Her.; λοφεῖον Arph.; γῆ Plat.; ἄτομα Epicur.)
στρογγύλη ναῦς или στρογγύλον πλοῖον Her., Thuc., Xen. — торговое судно ( в отличие от μακρὰ ναῦς, военного корабля, имевшего удлиненную форму)2) круглый, цилиндрический(στῦλος Polyb.)
3) коренастый, плотный(λεόντων γένος Arst.; σκέλη Xen.)
4) ( о речи) закругленный, сжатый(ῥήματα Arph.)
οἱ στρογγύλοι καὴ βραχυλόγοι Plut. — говорящие округленно и кратко -
2 στρογγυλός
η, ο, στρογγύλος, η, ον1) круглый; округлённый,.округлый;διάσκεψη στρογγυλης τραπέζης — совещание за круглым столом;
2) перен. круглый, округлённый (о цифрах и т. п.);στρογγ λογαριασμός — круглый счёт;
§ στρογγυλά λόγνα — ясные, недвусмысленные слова;
στρογγυλά 'ναι και κυλάνε — погов, деньги текут как вода
-
3 στρογγυλός
[стронгилос] επ круглый, округлый. -
4 επιστρογγυλος
-
5 αμφιστρογγυλος
-
6 γογγυλος
-
7 γωνιοειδης
-
8 ημιστρογγυλος
-
9 κυκλοειδης
-
10 στυλος
ὅ1) столб, подпора, колонна(στέγης σ. Aesch.)
στῦλοι πυρός NT. — огненные столпы2) перен. устой, опора(δόμων πατρῴων Eur.; σ. καὴ ἑδραίωμα NT.)
3) свая, брус(σ. στρογγύλος Polyb.)
-
11 αριθμός
ο1) число;ακέραιος αριθμ — целое число;
κλασματικός αριθμ — дробь;
άρτιος (περιττός) αριθμός — чётное (нечётное) число;
συμμιγείς αριθμοί — смешанные числа;
στρογγυλός αριθμός — круглое число;
αφηρημένος αριθμός — отвлечённое число;
διψήφιος αριθμ — двузначное число;
2) количество;σε μεγάλο αριθμό — в большом количестве;
3) цифра;οι αριθμοί — цифровые данные;
4) номер;αριθμός του σπιτιού — номер дома;
αριθμός εφημερίδος — номер газеты;
αύξων αριθμός — порядковый номер;
κατ' αύξοντα αριθμόν — номера по порядку;
αριθμός πρωτοκόλλου — номер протокола;
5) номер, мерка, размер;αριθμός υποδημάτων — номер обуви;
τί αριθμό παπούτσια φορείς; — какой номер обуви ты носишь?;
6) грам, число;ενικός αριθμός — единственное число;
πληθυντικός αριθμός — множественное число
См. также в других словарях:
στρογγύλος — round masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρογγυλός — ή, ό / στρογγύλος, η, ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, η, ο, Ν 1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.) 2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» λόγια σταράτα β.… … Dictionary of Greek
στρογγυλός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει κυκλικό ή σφαιρικό σχήμα: Η Γη είναι στρογγυλή. 2. (για αριθμούς) ακέραιος, χωρίς μονάδες ή το κλάσμα του: Ξόδεψε το στρογγυλό ποσό των 1.000 ευρώ. 3. «στρογγυλές κουβέντες», σαφή και απερίφραστα λόγια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρογγυλώτερον — στρογγύλος round adverbial comp στρογγύλος round masc acc comp sg στρογγύλος round neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρογγύλα — στρογγύλος round neut nom/voc/acc pl στρογγύλᾱ , στρογγύλος round fem nom/voc/acc dual στρογγύλᾱ , στρογγύλος round fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρογγυλωτάτων — στρογγύλος round fem gen superl pl στρογγύλος round masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρογγυλώτατα — στρογγύλος round adverbial superl στρογγύλος round neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρογγυλώτατον — στρογγύλος round masc acc superl sg στρογγύλος round neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρογγύλον — στρογγύλος round masc acc sg στρογγύλος round neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρογγύλων — στρογγύλος round fem gen pl στρογγύλος round masc/neut gen pl στρογγυλόω to be round imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) στρογγυλόω to be round imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρογγύλως — στρογγύλος round adverbial στρογγύλος round masc acc pl (doric) στρογγυλόω to be round imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)