-
1 ενικος
3грам. единственный -
2 ενικός
η, ό[ν] единственный;ενικός αριθμός — или ο ενικός грам. — единственное число;
§ μιλώ με κάποιον στον ενικό — быть с кем-л. «на ты»
-
3 ενικός
[эникос] ουσ α (γραμ) единственное число. -
4 αριθμός
ο1) число;ακέραιος αριθμ — целое число;
κλασματικός αριθμ — дробь;
άρτιος (περιττός) αριθμός — чётное (нечётное) число;
συμμιγείς αριθμοί — смешанные числа;
στρογγυλός αριθμός — круглое число;
αφηρημένος αριθμός — отвлечённое число;
διψήφιος αριθμ — двузначное число;
2) количество;σε μεγάλο αριθμό — в большом количестве;
3) цифра;οι αριθμοί — цифровые данные;
4) номер;αριθμός του σπιτιού — номер дома;
αριθμός εφημερίδος — номер газеты;
αύξων αριθμός — порядковый номер;
κατ' αύξοντα αριθμόν — номера по порядку;
αριθμός πρωτοκόλλου — номер протокола;
5) номер, мерка, размер;αριθμός υποδημάτων — номер обуви;
τί αριθμό παπούτσια φορείς; — какой номер обуви ты носишь?;
6) грам, число;ενικός αριθμός — единственное число;
πληθυντικός αριθμός — множественное число
См. также в других словарях:
ἑνικός — single masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενικός — ή, ό (AM ενικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μονάδα, που δηλώνει την έννοια τού ενός, που σημαίνει ένα μόνο πρόσωπο ή πράγμα 2. γραμμ. «ενικός αριθμός» και, με παράλειψη τού «αριθμός», ως ουσ. ενικός η τυπική μορφή τών κλιτών… … Dictionary of Greek
ενικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην έννοια του ενός, της μονάδας, που σημαίνει ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα. 2. (γραμμ.), το αρσ. ως ουσ., ενικός (ή ενικός αριθμός), τύπος καταλήξεων στην κλίση ονομάτων και ρημάτων, με τον οποίο δηλώνεται ότι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑνικά — ἑνικός single neut nom/voc/acc pl ἑνικά̱ , ἑνικός single fem nom/voc/acc dual ἑνικά̱ , ἑνικός single fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνικώτερον — ἑνικός single adverbial comp ἑνικός single masc acc comp sg ἑνικός single neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνικωτάτων — ἑνικός single fem gen superl pl ἑνικός single masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνικωτέρων — ἑνικός single fem gen comp pl ἑνικός single masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνικῶν — ἑνικός single fem gen pl ἑνικός single masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνικόν — ἑνικός single masc acc sg ἑνικός single neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνικώτατα — ἑνικός single adverbial superl ἑνικός single neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνικώτατον — ἑνικός single masc acc superl sg ἑνικός single neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)