-
1 σκοπεύω
[скопэво] р. целить, метить, наводить (орудие), намереваться, собираться, иметь в виду,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σκοπεύω
-
2 прицелить
σκοπεύω, στοχεύω-ся σκοπεύω, σημαδεύωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прицелить
-
3 метить
-
4 нацелить
ρ.σ.μ.1. σκοπεύω, σημαδεύω, βάζω στο σημάδι, παίρνω τη σκοπευτική γραμμή.2. μτφ. έχω σκοπό, πρόθεση.σκοπεύω, σημαδεύω, παίρνω τη σκοπευτική γραμμή. || αποβλέπω, σκοπεύω, προτίθεμαι. -
5 прицелить
ρ.σ.μ.(απλ.) σκοπεύω, παίρνω τη σκοπευτική γραμμή•прицелить винтовку σκοπεύω το ντουφέκι.
σκοπεύω, σημαδεύω, παίρνω τη σκοπευτική γραμμή. || μτφ. βάζω στο μάτι, επιδιώκω να αποκτήσω.εκφρ.прицелить глазом ή взглядом – ρίχνω το μάτι, τη ματιά. -
6 думать
думать 1) σκέφτομαι 2) (по лагать) νομίζω' я \думатью. что.. νομίζω πως... 3) (намеревать ся) σκοπεύω, έχω σκοπό να... я \думатью завтра уехать σκέφτο μαι αύριο να φύγω* * *1) σκέφτομαι2) ( полагать) νομίζωя ду́маю, что... — νομίζω πως…
3) ( намереваться) σκοπεύω, έχω σκοπό να…я ду́маю за́втра уе́хать — σκέφτομαι αύριο να φύγω
-
7 намереваться
намереваться σχεδιάζω, σκοπεύω" что вы \намереватьсяетесь делать? τι σκοπεύετε (или σχεδιάζετε) να κάνετε;* * *σχεδιάζω, σκοπεύωчто вы намерева́етесь де́лать? — τι σκοπεύετε ( или σχεδιάζετε) να κάνετε
-
8 предполагать
предполагать 1) см. предположить 2) (намереваться) σκοπεύω* * *1) см. предположить2) ( намереваться) σκοπεύω -
9 целиться
-
10 думать
дума||тьнесов1. σκέφτομαι, σκέπτομαι / συλλογίζομαι, στοχάζομαι (размышлять):не долго \думатья χωρίς πολλές σκέψεις, χωρίς δισταγμό· я даже не \думатью οὔτε τό σκέφτομαι· тут нечего \думать δέν χρειάζεται πολλή σκέψη·2. (полагать) νομίζω, μοῦ φαίνεται, ὑποθέτω, πιστεύω:\думатью, что он не прав νομίζω δτι δέν ἐχει δίκη ὁ, πιστεύω δτι ἐχει ἄδικο· не \думатьκ> δέν πιστεύω· что вы об этом \думатьете? τί γνώμη ἔχετε γι ' αὐτό;· вы так \думатьете? ἐτσι νομίζετε;·3. (намереваться) σκοπεύω, λογαριάζω, ἔχω πρόθεση [-ιν]:я \думатью остаться до́ма σκοπεύω νά μείνω στό σπίτι·4. (заботиться, интересоваться) σκέφτομαι, σκέπτομαι, νοιάζομαι:\думать» только о себе σκέφτομαι μόνο τόν ἐαυτό μου· не \думать о других δέν νοιάζομαι γιά τους ᾶλλους· ◊ и не \думатью! οὔτε μοῦ πέρασε ἀπ' τό μυαλό!, οὔτε τό σκέπτομαι!· и \думать нечего μή διστάζεις καθόλου· много о себе \думать ἔχω μεγάλη Ιδέα γιά τόν ἐαυτό μου· \думатьться безл разг φαίνεται:мне \думатьется, что... μοῦ φαίνεται, πώς... -
11 выцелить
ρ.σ.μ. σκοπεύω, ματιάζω, σημαδεύω•выцелить зверя σκοπεύω το θηρίο.
-
12 думать
ρ.δ.1. σκέφτομαι, -πτομαι, διανοούμαι, στοχάζομαι, συλλογιέμαι, διαλογίζομαι•о чём вы -ете? τι σκέφτεστε;•
ему лень думать αυτός βαριέται, που ζει•
тут нечего думать γι' αυτό δε χρειάζεται καμιά σκέψη•
и не -ете это делать ούτε καν να το σκέφτεστε να το πράξετε.
2. υποθέτω, έχω τη γνώμη• νομίζω•придёт ли он? — я -ю θα έρθει άραγε αυτός; νομίζω думать ναι•
не -ю δε νομίζω, δεν πιστεύω•
что вы об этом: -ете? τι γνώμη έχετε γι' αυτό;
|| εικάζω, υποψιάζομαι, υποθέτω.3. προτίθεμαι, σκοπεύω, σχεδιάζω, λογαριάζω•мне этот дом не нравится; я -ю продать его αυτό το σπίτι δε μου αρέσει, σκοπεύω να το πουλήσω.
4. φροντίζω, νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι•-ю только о себе κοιτάζω μόνο τον εαυτούλη μου•
он не -ет о других αυτός δε νοιάζεται για τους άλλους.
εκφρ.и не -ю – ούτε καν σκέφτομαι, δε με απασχολεί καθόλου•думать думу ή думушку – σκέφτομαι, σπάζω το κεφάλι μου•он много -ет о себе – αυτός έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του•не долго думать – χωρίς πολλή σκέψη (αδίσταχτα)•не думано – απρόοπτα•я -ю! – και βέβαια! εννοείται!μου φαίνεται, λογιάζω, κάνω τη σκέψη•мне -ется, что не приедет νομίζω πως δε θά 'ρθει•
всё вышло так, как -лось όλα ήρθαν έτσι, όπως τα λογάριαζα.
-
13 ладить
лажу, ладишьρ.δ.1. τα έχω (τα πηγαίνω) καλά, τα ταιριάζω•ладить со всеми τά χω καλά με όλους•
один с ним не -ил ένας δεν τα ταίριαζε μ αυτόν•
они что-то не -ят αυτοί κάπως δεν τα πάνε καλά (μεταξύ τους).
2. μτφ. φτιάχνω, διορθώνω, επισκευάζω• διευθετώ, ταχτοποιώ•дорогу -ят το δρόμο φτιάχνουν•
ладить хозяйство φτιάχνω το νοικοκυριό.
3. σκοπεύω, προτίθεμαι.4. επαναλαβαίνω (κοπανίζω, πιπιλίζω) τα ίδια και τα ίδια•он всё своё -ит όλο τα δικά του κοπανίζει.
1. ταιριάζω•беседа у нас как-то не -ится δεν ταιριάζομε στην κουβέντα.
2. σκοπεύω, προτίθεμαι.3. φτάχνομαι, γίνομαι, διορθώνομαι, επισκευάζομαι• διευθετούμαι, ταχτοποιούμαι. -
14 предполагать
ρ.δ.1. βλ. предположить.2. σκοπεύω, προτίθεμαι•предполагать быть инженером σκοπεύω να γίνω μηχανικός.
3. προύποθέτω•эта работа -ет большой опыт αυτή η εργασία προύποθέτει μεγάλη πείρα.
προτίθεμαι.(απρόσ.) υποτίθεμαι. -
15 проектировать
-руга, -руешьρ.δ.μ.1. σχεδιάζω, κάνω σχέδιο•проектировать машиностроительный завод κάνω σχέδιο εργοστασίου μηχανοκατασκευής.
2. σκοπεύω, προτίθεμαι.1. σχεδιάζομαι.2. σκοπεύω, προτιθεμαι.-рую, -руешьρ.δ.μ.1. σχεδιάζω προβολή.2. βλ. процеировать.προβάλλομαι. -
16 целить
-
17 визировать
I.(совмещать визирную линию с движущимся объектом) σκοπεύω.II.(документ, паспорт) θεωρώ (το έγγραφο, το διαβατήριο), βάζω τη θεώρηση/βίζα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > визировать
-
18 преследовать
1. (гнаться за кем-, чем-л.) καταδιώκω, κυνηγώ 2. (неотступно следовать за кем-л.) ακολουθώ, καταδιώκω 3. (не оставлять в покое, мучить) ενοχλώ 4. (подвергать гонениям, притеснять) διώκω, κατατρέχω 5. юр. (предавать суду, подвергать суду) διώκω 6. (стремиться к чему-л., добиваться осуществления чего-л.) επιδιώκω, σκοπεύω, στοχεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > преследовать
-
19 проектировать
I.1. (составлять проект) σχεδιογραφώ, σχεδιάζω, μελετώ, κάνω σχέδιο2. (предполагать, намечать что-л. сделать) σκοπεύω. II. 1. мат. (изображать на плоскости) προβάλλω, σχεδιάζω προβολή 2. см. проецировать.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проектировать
-
20 собрать
собрать 1) в рази. знач. μαζεύω· \собрать урожай συγκομίζω, σοδιάζω· \собрать вещи μαζεύω τα πράγματα* \собрать коллекцию κάνω συλλογή, συλλέγω 2) (созвать) συγκαλώ, συγκεντρώνω 3) (смонтировать) εφαρμόζω, μαντάρω, συναρμολογώ \собраться 1) (вместе) συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι 2) (приготовиться ) ετοιμάζομαι σκοπεύω (намереваться)' он* * *1) в разн. знач. μαζεύωсобра́ть урожа́й — συγκομίζω, σοδιάζω
собра́ть ве́щи — μαζεύω τα πράγματα
собра́ть колле́кцию — κάνω συλλογή, συλλέγω
2) ( созвать) συγκαλώ, συγκεντρώνω3) ( смонтировать) εφαρμόζω, μοντάρω, συναρμολογώ
См. также в других словарях:
σκοπεύω — σκοπεύω, σκόπευσα βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκοπεύω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. καθορίζω τη θέση ενός σημείου ή ενός αντικειμένου με τη βοήθεια οπτικού οργάνου, διοπτεύω 2. εκτελώ σκόπευση, κατευθύνω τη βολή ενός πυροβόλου όπλου προς έναν στόχο, σημαδεύω 3. μτφ. έχω σκοπό να κάνω κάτι, προτίθεμαι να πράξω κάτι … Dictionary of Greek
σκοπεύω — σκόπευσα 1. κατευθύνω τη βολή προς κάποιο στόχο. 2. έχω σκοπό να κάνω κάτι: Ο υπουργός σκοπεύει να παραιτηθεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκοπεύσω — σκοπεύω aor subj act 1st sg σκοπεύω fut ind act 1st sg σκοπεύω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοπεύει — σκοπεύω pres ind mp 2nd sg σκοπεύω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοπεύοντα — σκοπεύω pres part act neut nom/voc/acc pl σκοπεύω pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοπεύοντι — σκοπεύω pres part act masc/neut dat sg σκοπεύω pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοπεύουσι — σκοπεύω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σκοπεύω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοπεύουσιν — σκοπεύω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σκοπεύω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοπεύσατε — σκοπεύω aor imperat act 2nd pl σκοπεύω aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσκόπευον — σκοπεύω imperf ind act 3rd pl σκοπεύω imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)