Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

σκοπεύω

  • 41 намереваться

    [ναμιριβάτ'σα] ρ σκοπεύω

    Русско-эллинский словарь > намереваться

  • 42 прицеливаться

    [πριτσέλιβατσα] ρ σημαδεύω, σκοπεύω

    Русско-эллинский словарь > прицеливаться

  • 43 вид

    -а (-у), προθτ. о виде, в виде, в виду, на виду а.
    1. μορφή, όψη, εμφάνιση, παρουσιαστικό φάτσα, φιγούρα σχήμα•

    жалкий вид άθλια μορφή•

    наружный вид εξωτερική εμφάνιση•

    гора эта имеет вид конуса το βουνό αυτό είναι κωνοειδές•

    жемчуг в -е груши μαργαριτάρι απιοειδές.

    || (έκφραση προσώπου) όψη, ύφος, θωριά, αέρας•

    больной вид ασθενική όψη•

    строгий вид αυστηρό ύφος•

    важный вид σοβαρό ύφος•

    радостный вид χαρούμενη όψη.

    || κατάσταση•

    в нормальном -е σε κανονική κατάσταση•

    в пьяном -е σε κατάσταση μέθης.

    2. προοπτική, άποψη, θέα•

    комната с -ом на море δωμάτιο με θέα προς τη θάλασσα•

    вид на город η άποψη της πόλης.

    || τοπίο•

    альбом с -ами Греции λεύκωμα με τοπία της Ελλάδας.

    3. με τις προθέσεις: в, из, на, при σχηματίζει γλωσσικούς συνδυασμούς•

    в -у, на -у εν όψει•

    в -у неприятеля εν όψει του εχθρού•

    на -у у всех εν όψει όλων, μπροστά στα μάτια όλων•

    испугаться при -е зверя φοβούμαι αντικρίζοντας το θηρίο•

    у меня нет ничего в -у δε βλέπω τίποτε μπροστά μου•

    ей на вид 50 лет αυτή δείχνει για πενηντάρα•

    при -е опасности εν όψει του κινδύνου•

    потерять из -у χάνω από τη θέα (όραση, μάτια).

    4. πλθ. -ы προοπτική, υπολογισμοί, προύποθέσεις•

    -ы на будущее οι προοπτικές για το μέλλον•

    -ы на урожай προοπτικές για τη σοδειά.

    5. παλ. η ταυτότητα.
    εκφρ.
    вид на жительство – είδος ταυτότητας•
    в -е – σαν, ωσάν, εν είδει, δίκην•
    для -а – α) για τα μάτια, για το θεαθήναι, β) για φάτσα, για επίδειξη, για μόστρα•
    на, по -у, с -у – εξ όψεως, από την όψη, κατ’ όψιν•
    под -ом – με την πρόφαση•
    видать -ы – βλέπω, περνώ, δοκιμάζω πολλά•
    иметь -ы – υπολογίζω, σκοπεύω, έχω κατά νου, αποβλέπω, αποσκοπώ, ξαμώνω•
    не подать ή не показать -у – δε δείχνομαι (δε δείχνω σημεία,πού μπορεί να με αντιληφθούν)" делать вид κάνω πώς, προσποιούμαι•
    быть на -у – τραβώ την προσοχή, φαίνομαι•
    иметь в -у – α) έχω υπ’ όψη μου. β) εννοώ, υπονοώ•
    ни под каким -ом – με κανένα τρόπο, με καμιά πρόφαοη•
    вид в ложном -е – ψεύτικα, ψευδώς• διαστρεβλωμένα" ставить на вид προειδοποιώ (για τιμωρία, ποινή)- упустить ή выпустить из -у λησμονώ, ξεχνώ, απαλείφω από τη μνήμη, παραδίδω στη λήθη•
    в -у – λόγω, ένεκα•
    он уволен от должности в -у его неспособности – απολύθηκε άπο τη θέση λόγω ανικανότητας•
    в малом -е – εν σμι-κρώ, σε σμικρογραφία.
    α.
    είδος• τύπος•

    разные -ы мрамора διάφορα είδη μαρμάρου.

    || (υποδιαίρεση)• είδος• γένος•

    ветла вид вид ивы η λευκή ιτιά είναι ένα είδος ιτιάς•

    отношение -а к роду (λογ., φιλοσ.) η σχέση του είδους προς το γένος.

    (γλωσ.)•μορφή•

    глагол несовершенного -а ρήμα διαρκείας (διαρκούς μορφής)•

    глагол совершенного -а ρήμα στιγμιαίο (στιγμιαίας μορφής).

    Большой русско-греческий словарь > вид

  • 44 визировать

    -рую, -руешь, ρ.δ.κ.σ.μ.
    θεωρώ (έγγραφο).
    θεωρούμαι.
    -рую, -руешь, ρ.δ.κ.σ.μ.
    σκοπεύω, σημαδεύω.
    σκοπεύομαι, σημαδεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > визировать

  • 45 вознамерить(ся)

    ρ.σ. παλ. προτίθεμαι, διατίθεμαι, σκοπεύω.

    Большой русско-греческий словарь > вознамерить(ся)

  • 46 задать

    ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. дать)
    1. δίνω• βάζω•

    задать работу δίνω δουλειά•

    задать задачу δίνω πρόβλημα•

    задать вопрос βάζω ερώτηση•

    -уроки δίνω κατ οίκον εργασία (σπιτική δουλειά) προφορική ή γραπτή•

    задать бал δίνω χορό•

    задать страх ενσπείρω το φόβο•

    задать головомойку δίνω (βάζω) κατσάδα•

    задать загадку βάζω αίνιγμα.

    || τιμωρώ•

    я ему задам θα του τις δώσω (βρέξω), θα τις φάει.

    2. δίνω τροφή στα ζώα•

    овса лошади δίνω βρώμη στο άλογο.

    εκφρ.
    задать жару – α) δίνω κατσάδα, τράκο• περιαρπάζω, β) επιφορτίζω, παραφορτώνω•
    задать перцу кому – βάζω πόστα, στολίζω, δίνω την παπάρα•
    задать тон – δίνω τον τόνο ή το παράδειγμα.
    1. προτίθεμαι, βάζω, καθορίζω•

    задать целью изучить русский язык βάζω για σκοπό (σκοπεύω) να μάθω τη ρωσική γλώσσα.

    2. συμβαίνω, λαμβάνω χώ-ραν, τυχαίνω, λαχαίνω.
    3. στέργω, ευδοκώ.

    Большой русско-греческий словарь > задать

  • 47 задумать

    ρ.σ,μ.
    1. σκέφτομαι, σχεδιάζω, σκοπεύω, προτίθεμαι•

    задумать жениться σκέφτομαι να παντρευτώ.

    2. βάζω με το νου μου, σκέφτομαι νοερά•

    - айте какую-н. одну карту βάλτε με το νου σας ένα οποιοδήποτε παιγνιόχαρτο.

    1. σκέφτομαι, στοχάζομαι, διανοούμαι, διαλογίζομαι• μελετώ•

    задумать над вопросом σκέφτομαι ένα ζήτημα•

    задумать о будущем σκέφτομαι για το μέλλον.

    || πέφτω (βυθίζομαι) σε σκέψεις• α-πορροφούμαι.
    2. ταλαντεύομαι, διστάζω•

    не -лся сказать правду δε δίστασε να πει την αλήθεια.

    Большой русско-греческий словарь > задумать

  • 48 замыслить

    ρ.σ. σκοπεύω, προτίθεμαι, σχεδιάζω, έχω κατά νου.

    Большой русско-греческий словарь > замыслить

  • 49 изготовить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω.
    4. ετοιμάζω•

    изготовить снасть ετοιμάζω τα σύνεργα.

    2. μαγειρεύω•
    εκφρ.
    —ружь – σκοπεύω το όπλο.
    (στρατ. κ. αθλτ.) (προ)ετοιμάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > изготовить

  • 50 изготовка

    θ.
    1. (απλ.) φτιάξιμο, επεξεργασία. || ετοιμασία. || μαγείρεύμα.
    2. (στρατ. κ. αθλτ.) (προ)ετοιμασία.
    εκφρ.
    взять ружь на -у – σκοπεύω (ετοιμάζω) το δπλο για βολή.

    Большой русско-греческий словарь > изготовка

  • 51 иметь

    -ю, -ешь
    ρ.δ. μ.
    1. έχω, κατέχω•

    иметь деньги έχω χρήματα•

    иметь право έχω δικαίωμα•

    иметь талант έχω ταλέντο•

    это -ет большое значение αυτό έχει μεγάλη σημασία•

    иметь мужество открыто признать свой ошибку έχω το θάρρος ανοιχτά να παραδεχτώ το λάθος μου•

    иметь возможность έχω τη δυνατότητα•

    иметь стыд ντρέπομαι.

    || (για μήκος, ύψος κ.τ.τ.) έχει, είναι•

    эта материя -ет метр ширины αυτό το ύφασμα έχει ένα μέτρο φάρδος•

    эта башня -ет сто метров в высоту αυτός ο πύργος είναι εκατό μέτρα ψηλός.

    || διαθέτω, χρησιμοποιώ• иметь кого-н. помощника έχω κάποιον βοηθό.
    2. παλ. με απαρμφ. σ. σχηματίζει μέλλοντα σ. και αντιστοιχεί μετο μόριο „,θα•

    завтра это сообщение -ет появиться в газетах αύριο αυτή η ανακοίνωση θα δημοσιευθεί στις εφημερίδες• 8 марта -ет быть концерт στις 8 του Μάρτη θα έχει συναυλία•

    вместе с имеющими поступить... μαζί με κείνους που θα εισαχθούν...• я имею к вам просьбу θα σας παρακαλέσω.

    3. με ουσ. σε αιτ. πτώση εκφράζει ενέργεια αυτού του ουσ. иметь отношение σχετίζομαι•

    иметь применение εφαρμόζομαι•

    иметь притязание διεκδικώ•

    хождение κυκλοφορώ.

    4. έχω αγαπητικό.
    εκφρ.
    иметь место – συμβαίνω, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•
    это событие имело место позавчера – αυτό το γεγονός έγινε προχτές•
    иметь целью (ή цель) – επιδιώκω, έχω ως σκοπό (σκοπεύω).• ничего не иметь против δεν έχω καμιά αντίρρηση.
    υπάρχω•

    препятствий (к чему-н.) не -ется εμπόδια δεν υπάρχουν•

    -ются в продаже υπάρχουν για πούλημα (πουλιούνται)•

    по имеющимся сведениям κατά τις υπάρχουσες πληροφορίες.

    εκφρ.
    иметь в виду – παίρνομαι(λαμβάνομαι) υπ όψη.

    Большой русско-греческий словарь > иметь

  • 52 мушка

    θ.
    1. μυγιτσα.
    2. τεχνητή ελιά στο πρόσωπο.
    3. πυκνά σχέδια σε διαφανές ύφασμα.
    4. βεζικάντι, -κατόριο• εκδόριο.
    θ.
    το στόχαστρο•

    брать (взять) на -у παίρνω τη σκοπευτική γραμμή, σκοπεύω.

    Большой русско-греческий словарь > мушка

  • 53 мысль

    θ.
    1. σκέψη, στοχασμός• συλλογισμός• κρίση, νους•

    светлая мысль φωτεινή σκέψη•

    остроумная мысль πολύ έξυπνη σκέψη•

    предвзятая προκατειλημμένη σκέψη•

    странная мысль παράξενη σκέψη•

    погрузиться в свой -и βυθίζομαι σε σκέψεις•

    у меня и в -ях не было ούτε καν μου πέρασε από το νου•

    у меня мелкнула μου πέρασε από τα νού η σκέψη•

    мне: пришло на мысль μου ήρθε στη σκέψη.

    2. ιδέα γνώμη, άποψη•

    мы с вами одних -и οι δυό μας έχομε την ίδια γνώμη•

    основная мысль произведения η βασική ιδέα του (λογοτεχνικού) έργου•

    это хорошая мысль αυτή είναι καλή ιδέα•

    у мени на этот счёт свой -и ως προς αυτό έχω τις δικές μου απόψεις.

    || υπόνοια, υπόθεση•

    я не допускаю и -и δεν επιτρέπω ούτε υπόνοια.

    εκφρ.
    образ -ей – τρόπος σκέψης•
    иметь в -ях – έχω στη σκέψη ή κατά νου•
    не иметь в -ях – δε σκέφτομαι, δε σκοπεύω, δεν έχω κατά νου.

    Большой русско-греческий словарь > мысль

  • 54 навести

    -веду, -ведёшь, παρλθ. χρ. навёл
    -вела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. наведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наведённый, βρ: -дён, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. наведя ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ, φέρω, άγω. || κατευθύνω. || υποδείχνω (για κλοπή).
    2. σπρώχνω, ωθώ παρακινώ, προτρέπω. || γυρίζω, στρέφω, κατευθύνω (για συνομιλία, λόγο κ.τ.τ.).
    3. μτφ. εμπνέω, εμβάλλω προξενώ, προκαλώ (φόβο, θλίψη κ.τ.τ.).
    4. κατευθύνω, στρέφω, γυρίζω•

    навести телескоп на луну κατευθύνω το τηλεσκόπιο κατά το φεγγάρι.

    || (στρατ.) σκοπεύω.
    5. κατασκευάζω, κάνω, φτιάχνω•

    навести переправу φτιάχνω πορθμείο•

    мост φτιάνω γεφύρι.

    6. περνώ, καλύπτω (με χρώματα, βερνίκι κ.τ.τ.).
    7. προσδίνω•

    красоту προσδίνω ομορφιά•

    навести блеск προσδίνω λάμψη (γυαλάδα).

    || βάζω, επιβάλλω•

    навести порядок βάζω τάξη.

    8. φέρω•

    -вл ко мне много гостей μου έφερε πολλούς μουσαφιρέους.

    9. γεννώ (πολλά).
    εκφρ.
    навести критику – κριτικάρω•
    справку (справки) – πληροφορούμαι, μαθαίνω•
    на ум – φέρω στα μυαλά, λογικεύω, σωφρονίζω, βάζω μυαλό.

    Большой русско-греческий словарь > навести

  • 55 наладить

    -лажу, -ладишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. налаженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. διορθώνω, επανορθώνω, επισκευάζω. || ρυθμίζω, ρεγουλάρω, κανονίζω, τακτοποιώ στρώνω, κάνω να λειτουργεί κανονικά•

    наладить работу ρεγουλάρω τη δουλειά•

    наладить дел τακ)τιοποιώ τις υποθέσεις.

    2. διευθετώ, διακανονίζω, εξομαλύνω.
    3. (μουσ.) κουρδίζω, εναρμονίζω.
    4. διαθέτω εαυτόν ψυχικά.
    5. παλ. κατευθύνω, στρέφω.
    6. επαναλαβαίνω (κοπανώ) τα ίδια και τα ίδια.
    1. ταχτοποιούμαι, κανονίζομαι, ρυθμίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. είμαι διατεθημένος, σκοπεύω, έχω κατά νουν.
    3. συνηθίζω, αποκτώ συνήθεια,μαθαίνω•

    -лась лиса в курятник ходить συνήθισε η αλεπού να πηγαίνει στο κοτέτσι.

    Большой русско-греческий словарь > наладить

  • 56 намереваться

    ρ.δ. προτίθεμαι, διατίθεμαι, σκοπεύω• διανοούμαι, σχεδιάζω• θέλω.

    Большой русско-греческий словарь > намереваться

  • 57 намерен

    -а, -о
    επ. (με σημ. κατηγ.) έχω σκοπό, σκοπεύω, είμαι διατεθημένος κλπ. ρ. βλ. намереваться; быть намерен είμαι διατεθημένος•

    что вы -ы делать? τι σκοπεύετε να κάνετε;

    Большой русско-греческий словарь > намерен

  • 58 наметить

    -чу, -тишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. намеченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σημαδεύω, σκοπεύω, βάζω στο σημάδι. || σημειώνω, μαρκάρω. || προσδιορίζω.
    2. σκιαγραφώ, σχεδιάζω πρόχειρα, προσχεδιάζω.
    σημειώνομαι.
    -чу, -тишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. намеченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σημαδεύω, βάζω σημάδι διακριτικό.
    2. τρυπώνω (ράβω πρόχειρα).
    3. διαγράφω, περιγράφω. προσχεδιάζω.
    σημειώνομαι, σημαδεύομαι. || διαγράφομαι, καθορίζομαι προκαταρτικά.

    Большой русско-греческий словарь > наметить

  • 59 насторожить

    -жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. настороженный, βρ: -жен, -а, -о κ. настороженный, βρ: -жн, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    1. καθιστώ επιφυλακτικόν, προσεκτικόν.
    2. (κυνηγ.) στήνω•

    насторожить капкан στήνω την παγίδα.

    || στρέφω, γυρίζω, σκοπεύω•

    насторожить ружь στρέφω το όπλο.

    εκφρ.
    насторожить уши – αφουγκράζομαι, ακουρ-μαίνομαι, τεντώνω τ αυτιά, στήνω τ αυτί• (για ζώα) αλαφιάζομαι, στήνω όρθια ταυτιά.
    γίνομαι προσεκτικός.,
    επιφυλακτικός• διαβλέπω κίνδυνο, ανησυχώ, φοβούμαι• αλαφιάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > насторожить

  • 60 норовить

    -влю, -вишь
    ρ.δ. έχω για σκοπό, σκοπεύω αποβλέπω σε κάτι πηγαίνω (τραβώ) για...
    επιδιώκω, επιζητώ (ευκαιρία, αφορμή), πηγαίνω φιρί-φιρί•

    он так и -йт, как бы с кем поссориться αυτός ζητάαφορμή, πως να μαλώσει με κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > норовить

См. также в других словарях:

  • σκοπεύω — σκοπεύω, σκόπευσα βλ. πίν. 19 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκοπεύω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. καθορίζω τη θέση ενός σημείου ή ενός αντικειμένου με τη βοήθεια οπτικού οργάνου, διοπτεύω 2. εκτελώ σκόπευση, κατευθύνω τη βολή ενός πυροβόλου όπλου προς έναν στόχο, σημαδεύω 3. μτφ. έχω σκοπό να κάνω κάτι, προτίθεμαι να πράξω κάτι …   Dictionary of Greek

  • σκοπεύω — σκόπευσα 1. κατευθύνω τη βολή προς κάποιο στόχο. 2. έχω σκοπό να κάνω κάτι: Ο υπουργός σκοπεύει να παραιτηθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκοπεύσω — σκοπεύω aor subj act 1st sg σκοπεύω fut ind act 1st sg σκοπεύω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοπεύει — σκοπεύω pres ind mp 2nd sg σκοπεύω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοπεύοντα — σκοπεύω pres part act neut nom/voc/acc pl σκοπεύω pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοπεύοντι — σκοπεύω pres part act masc/neut dat sg σκοπεύω pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοπεύουσι — σκοπεύω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σκοπεύω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοπεύουσιν — σκοπεύω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σκοπεύω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοπεύσατε — σκοπεύω aor imperat act 2nd pl σκοπεύω aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσκόπευον — σκοπεύω imperf ind act 3rd pl σκοπεύω imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»