-
21 собраться
1) ( вместе) συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι2) ( приготовиться) ετοιμάζομαι; σκοπεύω ( намереваться)он собра́лся уе́хать — αποφάσισε να φύγει
-
22 задумывать
заду́мыва||тьнесов1. (иметь намерение сделать) σχεδιάζω, σκοπεύω, προτί-θεμαι·2. (загадывать):\задумывать число́ βάζω μέ τόν νοῦ μου ἐναν ἀριθμό. -
23 метить
метить Iнесов (ставить знак, метку) σημειώνω, μαρκάρω.метить IIнесов1. (целиться в кого-л., во что-л.) σκοπεύω, σημαδεύω·2. (стремиться к чему-л.) разг ἀποβλέπω, ἐπιθυμώ κάτι. -
24 мушка
му́шка I ж1. уменьш. τό μυγάκι, ἡ μυγίτσα·2. (на лице) ἡ ψεύτικη ἐληά·3. мед. τό μπλάστρι, τό ἔμπλαστρο[ν].му́шк||а II ж (огнестрельного оружия) τό στόχαστρο[ν]:взять на \мушкау σκοπεύω, βάζω στόχο. -
25 мыслить
мыслитьнесов σκέπτομαι, συλλογίζομαι, στοχάζομαι:логически \мыслить σκέπτομαι λογικά·2. (представлять, предполагать) φαντάζομαι, νομίζω, σκοπεύω. -
26 наводить
наводитьнесов κατευθύνω (направлять) I σκοπεύω (нацеливать):\наводить на след κατευθύνω στά Ιχνη· \наводить орудие на цель κατευθύνω τό πυροβόλο σέ στόχο· ◊ \наводить лоск, \наводить глянец γιαλίζω, λουστράρω, στιλβώνω· \наводить красоту́ разг καλλωπίζομαι, βάφομαι· \наводить порядок βάζω τάξη· \наводить скуку προξενώ (или προκαλώ) πλήξη, γίνομαι ἀνιαρός· \наводить страх на кого-л. προξενώ φόβο σέ κάποιον \наводить справку ὁ чем-л. πληροφορούμαι, παίρνω πληροφορίες γιά κάτι· \наводить критику разг κάνω κριτική· \наводить на мысль ὁδηγώ στή σκέψη· \наводить мост κτίζω γέφυρα. -
27 намереваться
намерева||тьсяσκοπεύω, προτίθεμαι, σχεδιάζω, ἔχω σκοπό:он \намереватьсялся завтра вернуться είχε σκοπό νά ἐπιστρέψει ἀΰ-ριο[ν]. -
28 намерен:
намерен:быть \намерен:ным сделать что́-л.. σκοπεύω, ἔχω σκοπό[ν] νά κάνω κάτι· что вы \намерен:ы делать? τί σκοπεύετε νά κάνετε;· я не \намерен: говорить об этом δέν ἔχω σκοπό νά μιλήσω γΓ αὐτό τό πράγμα. -
29 нацеливаться
нацеливатьсянесов ἀποβλεπω, ἔχω ἐΙς τό μάτι, σκοπεύω, σημαδεύω. -
30 норовить
норовитьнесов разг προσπαθώ, ἀποβλέπω, ἔχω στό μάτι, σκοπεύω. -
31 поползновение
поползновениес ἡ πρόθεση [-ις] / ἡ ἀπόπειρα (попытка):иметь \поползновение ἔχω πρόθεση, σκοπεύω. -
32 предполагать
предполагатьнесов1. (думать) ὑποθέτω, νομίζω:\предполагатью, что это так ἐγώ ὑποθέτω δτι ἔτσι εἶναι·2. (намереваться) σκοπεύω, προτίθεμαι:он \предполагатьет выехать послезавтра σκοπεύει νά ἀναχωρήσει μεθαύριο·3. (иметь своим условием) προϋποθέτω. -
33 прицел
прицелм (у оружия) τό κλισιοσκό-πιο[ν]:оптический \прицел ἡ σκοπευτική διόπτρα· взять на \прицел σκοπεύω, παίρνω στό στόχο. -
34 прицеливаться
прицеливатьсянесов, прицелиться сов σκοπεύω, σημαδεύω. -
35 проектировать
проект||ироватьнесов1. (разрабатывать проект) σχεδιάζω, ἐκπονώ σχέ-διο[ν]·2. (предполагать) σχεδιάζω, σκοπεύω, προτίθεμαι. -
36 располагать
располагать Iнесов1. (иметь в своем распоряжении) ἔχω στή διάθεση μου, κατέχω, διαθέτω:\располагать деньгами διαθέτω χρήματα· \располагать временем διαθέτω καιρό· \располагать собой εἶμαι ἐλεύθερος· \располагать интересными фактами ἔχω στή διάθεση μου (или κατέχω) ἐνδιαφέροντα στοιχεία· \располагатьйте мной εἶμαι στή διάθεση σας·2. (намереваться, предполагать) уст. προτίθεμαι, ἔχω σκοπό, σκοπεύω.располагать IIнесов1. (в определенном порядке) τοποθετώ, \располагать по порядку τακτοποιώ, ταξινομώ· \располагать отряд в деревне τοποθετώ τό ἀπόσπασμα στό χωριό·2. (в чью-л. пользу) διαθέτω εὐνοϊκά:\располагать в свою пользу προσελκύω μέ τό μέρος μου· \располагать к себе παρασύρω, προσελκύω. -
37 целить
целить, целитьсянесов1. σκοπεύω, σημαδεύω·2. перен разг βάζω στό μάτι, ἐπιδιώκω, ἀποβλέπω σέ κάτι. -
38 целиться
целить, целитьсянесов1. σκοπεύω, σημαδεύω·2. перен разг βάζω στό μάτι, ἐπιδιώκω, ἀποβλέπω σέ κάτι. -
39 намереваться
[ναμιριβάτ'σα] ρ. σκοπεύω -
40 прицеливаться
[πριτσέλιβατσα] ρ. σημαδεύω, σκοπεύω
См. также в других словарях:
σκοπεύω — σκοπεύω, σκόπευσα βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκοπεύω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. καθορίζω τη θέση ενός σημείου ή ενός αντικειμένου με τη βοήθεια οπτικού οργάνου, διοπτεύω 2. εκτελώ σκόπευση, κατευθύνω τη βολή ενός πυροβόλου όπλου προς έναν στόχο, σημαδεύω 3. μτφ. έχω σκοπό να κάνω κάτι, προτίθεμαι να πράξω κάτι … Dictionary of Greek
σκοπεύω — σκόπευσα 1. κατευθύνω τη βολή προς κάποιο στόχο. 2. έχω σκοπό να κάνω κάτι: Ο υπουργός σκοπεύει να παραιτηθεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκοπεύσω — σκοπεύω aor subj act 1st sg σκοπεύω fut ind act 1st sg σκοπεύω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοπεύει — σκοπεύω pres ind mp 2nd sg σκοπεύω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοπεύοντα — σκοπεύω pres part act neut nom/voc/acc pl σκοπεύω pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοπεύοντι — σκοπεύω pres part act masc/neut dat sg σκοπεύω pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοπεύουσι — σκοπεύω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σκοπεύω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοπεύουσιν — σκοπεύω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σκοπεύω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοπεύσατε — σκοπεύω aor imperat act 2nd pl σκοπεύω aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσκόπευον — σκοπεύω imperf ind act 3rd pl σκοπεύω imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)