Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σαλάσσω

См. также в других словарях:

  • σαλάσσω — overload pres subj act 1st sg σαλάσσω overload pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλάσσω — Α 1. σείω, κουνώ κάτι, σαλεύω 2. (κυρίως το παθ.) σαλάσσομαι είμαι παραφορτωμένος, παραγεμισμένος («σεσαλαγμένος οἴνῳ», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλος, πιθ. κατά το τινάσσω] …   Dictionary of Greek

  • σαλάξαι — σαλάσσω overload aor inf act σαλάξαῑ , σαλάσσω overload aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεσαλαγμένον — σαλάσσω overload perf part mp masc acc sg σαλάσσω overload perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλαχθέν — σαλάσσω overload aor part pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλάσσων — σαλάσσω overload pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλάττων — σαλάσσω overload pres part act masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεσάλακτο — σαλάσσω overload plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασεσαλαγμένα — κατά σαλάσσω overload perf part mp neut nom/voc/acc pl κατασεσαλαγμένᾱ , κατά σαλάσσω overload perf part mp fem nom/voc/acc dual κατασεσαλαγμένᾱ , κατά σαλάσσω overload perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλαγώ — σαλαγῶ, έω, ΝΑ, και σαλαγάω Ν 1. (αμτβ.) (για πλήθος ανθρώπων ή για αγέλη ζώων) αναδίδω υπόκωφη βοή 2. (μτβ.) οδηγώ τα βοσκήματα στην βοσκή ή στην στάνη με δυνατές φωνές («τα πρόβατα στής ρεματιάς το πλάι σαλαγώντας», Κρυστ.) αρχ. 1. κροτώ ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»