-
1 προτάσεις
πρότασιςputting forward: fem nom /voc pl (attic epic)πρότασιςputting forward: fem nom /acc pl (attic) -
2 προτασις
- εως ἥ1) лог. положение, предложениеπ. ἐστι λόγος καταφατικὸς ἢ ἀποφατικὸς τινὸς κατά τινος Arst. — предложение есть утверждение или отрицание чего-л. о чем-л.
2) лог. (пред)посылка3) вопрос (для обсуждения), тема(προτάσεις καὴ προκλήσεις Plut.)
4) грам. протасис, обусловливающая часть периода -
3 соподчинённый
επ.από μτχ: -ые предложения υποτακτικές προτάσεις (δυο και περισσό-τερς προτάσεις υποταγμένες στο ίδιο μέλος της κύριας πρότασης). -
4 διαγραφω
1) чертить, вычерчивать(τὰ ἐν ταῖς ἀνατομαῖς διαγεγραμμένα Arst.; τῇ ῥάβδῳ τι Plut.)
2) изображать в виде чертежа, набрасывать(πόλιν Plat.; σχῆμα πόλεως Arst.)
3) описывать(λόγῳ Plat.)
4) вычеркивать из списка(τοὺς ἱππέας Arph.)
; перен. перечеркивать, отклонять, отбрасывать(τὰ τοιαῦτα πάντα Plat.)
5) отменять, аннулировать(διαγράψαι τὸ δόγμα Plut.)
6) тж. med. юр. прекращатьδιαγέγραπταί μοι δίκη Arph. — мое дело прекращено;
διεγράψαντό μου τὰς δίκας Lys. — они подали возражение против моего иска7) составлять перечень, перечислять(τὰς προτάσεις Arst.)
8) составлять, сочинять(συνθῆκαι διαγραφεῖσαι Polyb.)
9) воен. производить набор, набирать(στρατιώτας Polyb.)
10) расписывать, распределять, разверстывать(τὸ διαγραφὲν ἀργύριον Arst.)
; назначать, распределять(χώρας καὴ δωρεάς τισι Plut.; σατραπείας Diod.)
-
5 εκλεγω
(pf. pass. ἐξείλεγμαι - NT. ἐκλέλεγμαι)1) тж. med. выбирать, избирать, отбирать(ἐξ ἁπασῶν τοὺς ἀρίστους Xen.; πρεσβύτας Plat.; προτάσεις ἐξειλεγμέναι Arst.)
ἐκλελέχθαι εἴς τι Xen. — быть избранным для чего-л.2) редко med. собирать, взыскивать, взимать(χρήματα παρά τινος Thuc.; δασμοὺς ἔκ τινος Xen.; τέλη τινά Aeschin.; med. τέν δεκάτην τινός Xen.)
3) выбирать, вырывать, удалять(ἐκ τοῦ γενείου τὰς πολιάς, sc. τρίχας Arph.)
-
6 λαμβανω
тж. med. (fut. λήψομαι - ион. λάμφομαι, NT. λήμφομαι, дор. λαψοῦμαι, aor. 2 ἔλαβον, ἔλλαβον и λάβον, pf. εἴληφα; med.: aor. ἐλαβόμην, ἐλλαβόμην и λελαβόμην; pass.: fut. ληφθήσομαι, aor. ἐλήφθην - ион. ἐλάμφθην, pf. εἴλημμαι; imper. λαβέ и λάβε; adj. verb. ληπτός, ληπτέος - ион. λαμπτέος; inf. aor. 2 λαβεῖν)1) брать, хватать(χειρὴ χεῖρα, χείρεσσι φιάλαν Hom.; ἐν χεροῖν στέφη Soph.; βιβλιον NT.)
ἐλλάβετο σχεδίης Hom. — (Одиссей) ухватился за плот;λαβὼν κύσε χειρα Hom. — он схватил и поцеловал руку (Одиссея)2) обхватывать, обнимать(γούνατά τινος, γούνων τινά Hom.)
3) брать с собой, уводить(ἑτάρους Hom.)
ξυμπαραστάτην λ. τινά Soph. — брать кого-л. с собой в помощники;λαβόντες τοῦ βαρβαρικοῦ στρατοῦ Xen. — взяв с собой иноземный отряд4) захватывать, угонять, уносить, похищать(ἵππους, τὰ μῆλα, κτήματα πολλά Hom.)
ζῶντες ἐλάμφθησαν Her. — они были захвачены живьем5) отнимать(χιτῶνά τινος NT.)
6) захватывать, завладевать(Σικελίαν, αἰχμαλώτους Thuc.; βασιλείαν ἑαυτῷ NT.)
ἀρχῆς λαβέσθαι καὴ κράτους τυραννικοῦ Soph. — захватить господство и царскую власть7) (о чувствах и т.п.) охватывать(χόλος λάβε τινά Hom.; λαμβάνεσθαι ἔρωτι Xen.; ἔκστασις ἔλαβεν ἅπαντας NT.)
λαβέσθαι ὑπὸ νόσου Her. и νόσῳ Soph. — заболеть;ὅ δαίμων τινὰ λελάβηκε Her. — божество вселилось в кого-л.;Ῥέᾳ ληφθῆναι Luc. — быть одержимым Реей;κνέφας λαμβάνει τέμενος αἰθέρος Aesch. — тьма покрывает небесный свод8) ( в качестве гостя) принимать(τινὰ εἰς οἰκίαν NT.)
9) связывать, обязывать(τινὰ πίστι καὴ ὁρκίοισι Her.)
ἀραῖον λ. τινά Soph. — связать кого-л. заклятьем10) захватывать, застигать, ловить(τὸν αὐτόχειρα τοῦ φόνου Soph.; κλέπτοντά τινα Arph.)
λ. τινὰ ψευδόμενον Plat. — уличить кого-л. в обмане;δρῶν εἰλημμένος Arph. — захваченный на месте преступления11) натыкаться, (случайно) встречать, находить(τινὰ ἐν κακοῖς Soph.)
12) ( о взысканиях) налагать13) возлагать на себя, надевать(Ἑλληνίδα ἐσθῆτα Her.)
14) перен. схватывать, воспринимать, созерцать(θέαν ὄμμασιν Soph.)
15) постигать, усваивать, понимать(νόῳ Her. и ἐν νῷ Polyb.; ἐν τῇ γνώμῃ Xen.; τῇ διανοίᾳ Plat.)
16) (вос)приниматьλαβεῖν πρὸς ἀτιμίαν Plut. — воспринять как оскорбление;
τὸ πρᾶγμα μειζόνως λαβεῖν Thuc. — принять дело всерьез;λάβετε τοὺς λόγους μέ πολεμίως Thuc. — не примите этих слов в неприязненном смысле;λαβεῖν τι πρὸς δέος Plut. — испугаться чего-л.;θάνατον λαβεῖν Eur. — принять смерть, умереть;τὰ ἐξ ἀρχῆς ληφθέντα Arst. — принятые вначале положения;αἱ εἰλημμέναι προτάσεις Arst. — допущенные положения;οὐ λ. πρόσωπον NT. — не взирать на лица, т.е. относиться беспристрастно17) предпринимать(πεῖράν τινος NT.)
συμβούλιον λαβεῖν NT. — устроить совещание18) объяснять, истолковывать(περί τινος τί ἐστι Arst.)
ταύτῃ ταῦτα ἐλάμβανον Her. — они так объяснили эти (слова)19) оценивать, определять(τέν ξυμμέτρησίν τινος Thuc.)
20) полагать, считать(ποθεινότερόν τι Thuc.)
21) получать, (при)обретать(κέρδος Arph.; ὄνομα Plat.; δόξαν παρὰ ἀνθρώπων NT.)
λ. ὕψος Thuc. — расти в высоту;λαβεῖν κλέος Hom., Soph. — стяжать славу;λαβεῖν ἀνὰ δηνάριον NT. — получить по динарию;γέλωτα μωρίαν τε λ. ἔν τινι Eur. — стать за (свое) неразумие посмешищем у кого-л.;αἰτίαν ἀπό τινος λ. Thuc. — навлечь на себя упреки с чьей-л. стороны;λαβεῖν τέν ἀξίην Her. — получить по заслугам22) получать, извлекать(οἶνον ἐκ τοῦ χωρίου Arph.; λ. μισθὸν ἐκ τῆς ἀρχῆς Plat.)
23) приобретать, покупать24) доходить, достигатьπρὸς τὸ μνηστεύεσθαι λ. ἡλικίαν Isocr. — достигнуть брачного возраста;
λ. νόστον Eur. — дождаться возвращения на родину;λαβέσθαι τῶν ὀρῶν Thuc. — углубиться в горы;λαβέσθαι Δήλου Thuc. — прибыть в Делос;τέν Ἶδην λαβὼν ἐς ἀριστερέν χέρα Her. — оставив слева (гору) Иду;πρῶτον ἀληθείας λαβοῦ Plat. — прежде всего узнай истину25) начинать ощущать, ощутить, почувствовать(ὀργήν Eur.; φόβον Soph.; εὔνοιαν Thuc.)
λ. θυμόν Hom. — воспрянуть духом;λ. αἰδῶ Soph. — ощутить стыд, устыдиться;λήθην λαβεῖν τινος NT. — забыть о чем-л. -
7 соподчинение
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > соподчинение
-
8 новаторский
новатор||скийприл καινοτόμος, μοντέρνος:\новаторскийские способы производства οἱ μοντέρνοι τρόποι παραγωγής· \новаторскийские предложения οἱ προτάσεις τοῦ καινοτόμου. -
9 отбой
отб||о́йм1. воен. τό σύνθημα ὑποχώρησης, τό ἀνακλητικό / τό σιωπητήριο (в конце дня):бить \отбой σημαίνω, σαλπίζω τό ἀνακλητικό, σαλπίζω παύση·2. (телефонный):давать \отбой διακόπτω τήν σύνδεση· ◊ от него́ нет \отбойою разг δέν βρίσκω ἡσυχία ἀπ' αὐτόν у нас нет \отбойо́ю от предложений πλημμυρίσαμε ἀπό προτάσεις. -
10 δελεαστικός
-
11 συγκαταβατικός
η, ό[ν]1) снисходительный, мягкий; терпимый; уступчивый; 2) сходный, приемлемый, выгодный (о цене и т. п.);συγκαταβατικες προτάσεις — приемлемые условия;
σε συγκαταβατική τιμή — по сходной цене
-
12 advance
1. verb1) (to move forward: The army advanced towards the town; Our plans are advancing well; He married the boss's daughter to advance (= improve) his chances of promotion.) προχωρώ, προελαύνω, προκόβω2) (to supply (someone) with (money) on credit: The bank will advance you $500.) (προ)καταβάλλω2. noun1) (moving forward or progressing: We've halted the enemy's advance; Great advances in medicine have been made in this century.) πρόοδος, προέλαση2) (a payment made before the normal time: Can I have an advance on my salary?) προκαταβολή3) ((usually in plural) an attempt at (especially sexual) seduction.) (ανήθικες) προτάσεις3. adjective1) (made etc before the necessary or agreed time: an advance payment.) προκαταβολικός2) (made beforehand: an advance booking.) από πριν3) (sent ahead of the main group or force: the advance guard.) προπορευόμενος•- advanced- in advance -
13 а
а 1είναι το πρώτο γράμμα του ρωσικού αλφάβητου• α•от а до зет παλ. από το α ως το ω (από την αρχή ως το τέλος)•
кто сказал а, тот должен сказать и б αυτός που το άρχισε πρέπει και να το τελειώσει ή συνεχίσει.
а 2σύνδ. αντιθετικός• μα, αλλά, όμως, ενώ, και.1. (κατ’ αντιπαράθεση)•отец трудолюбивый, а сын ленивый ο πατέρας είναι εργατικός, αλλά ο γιος οκνηρός•
не годы старят, а горе δε γεράζουν τα χρόνια, αλλά τα φαρμάκια•
я остаюсь в Москве, а вы в Ленинграде εγώ μένω στη Μόσχα και σεις στο Λένινγκραντ.
2. (μετά από ενδοτικές προτάσεις μπορεί και να λείψει)•хотя мне и весело, а надо уходить αν και μου είναι ευχάριστα, (όμως) πρέπει να φύγω.
3. εξάλλου•а вам всем известно, что... εξάλλου όλοι σας ξέρετε ότι....
4. και•ученик сделал уроки, а затем вышел играть ο μαθητής έκανε τα μαθήματα και μετά βγήκε να παίξει.
5. (στην αρχή των ερωτηματικών και επιφωνηματικών προτάσεων ή του λόγου χρησιμοποιείται σαν επιτακτικό)•а когда ты поедешь? και πότε θα πας;•
а когда нам будет весело? και πότε εμείς θα χαρούμε;•
а все-таки я не согласен και παρ’ όλ’ αυτά, εγώ δε συμφωνώ.
εκφρ.а то – ειδάλλως, ειδεμή, αλλιώς, διαφορετικά•спеши, а то опоздаешь – κάμε γρήγορα (βιάσου), διαφορετικά θ’ αργήσεις.а 3μόριο (για ερώτηση ή κάλεσμα)• α•пойдем гулять а? θα πάμε περίπατο α;
(επιτακτικό)• ε•Ваня, а Ваня Γιάννη, ε Γιάννη.
а 4επιφ. (εκφράζει θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ. αισθήματα)• α•а, так это вы были? α, ώστε εσείς ήσαστε;•
а, попался α, μου έπεσες (στα χέρια)•
а! закричал мальчик, как увидел змею α! φώναξε το παιδάκι, σαν είδε το φίδι.
-
14 и
и 1ουδ.άκλ. είναι το δέκατο γράμμα του ρωσικού αλφάβητου και αντιστοιχεί με την προφορά των ελληνικών «ι».и 21. συμπλκ. και• συνδέει ομογενή μέλη της πρότασης, προτάσεις ή και ξεχωριστές λέξεις•я работаю и учусь εργάζομαι και σπουδάζω•
я и ты εγώ και συ•
отец и мать ο πατέρας και η μητέρα•
стыд и срам ντροπή και αίσχος•
был дал сигнал и раздался залп δόθηκε το σύνθημα και ακούστηκε η ομοβροντία.
2. επιτακτικός (της ακόλουθης λέξης)• ακόμα, όλο και•метель становилась сильнее и сильнее η χιονοθύελλα γινόταν όλο και δυνατότερη.
3. εναντιωματικός• αν και, μολονότι•мы и пошли, да нас не пустили αν και πήγαμε, (όμως) δεν μας επέτρεψαν να μπούμε μέσα.
4 αντιθετικός• όμως, αλλά•он обещал прийти и не пришёл αυτός υποσχέθηκε πως θα έρθει, όμως δεν ήρθε ή και δεν ήρθε.
5. επιτακτικός-εμφαντικός• και•и как ты добрался до сюда? και πως κατόρθωσες να φτάσεις ως εδώ;
6. μόριο• επίσης, το ίδιο•и в этом случае экономика играет главную роль κι εδώ η οικονομία παίζει τον κύριο ρολό.
|| ακόμα•не хочу и доброй ночи пожелать тебе δε θέλω ακόμα να σου πώ (ευχηθώ) καληνύχτα.
7. επιφώνημα σε ένδειξη ασυμφωνίας η σε μεγάλο βαθμό• ίιι, πω-πω-πω•и-и-и, какой вздор! ίιι τι ανοησία!•
и-и-и сколько много! πω-πω-πω τι πολλά! ή πολύ!
-
15 ни
ни 11. μόριο αρνητ. ούτε, μήτε, ουδέ, μηδέ•не осталось ни одного куска δεν έμεινε ούτε ένα κομματάκι•
ни так ни сяк ούτε έτσι ούτε αλλιώς•
ни тот ни другой ούτε ο ένας ούτε ο άλλος•
ни то ни сё ούτε αυτό, ούτε το άλλο• τό 'να του βρωμάει, τ άλλο του μυρίζει•
ни с того ни с сего απότομα, χωρίς προφύλαξη ή διατυπώσεις•
ни за что ни про что για το τίποτε, χωρίς λόγο για ψύλλου πήδημα.
2. μη(ν)•стой там и ни с места στάσου εκεί και μην το κουνάς από τη θέση•
стой! ни шагу дальше! άλτ, μη κάνεις ούτε βήμα.
3. σύνδ. (σε αρνητικές προτάσεις) ούτε, μήτε•ни кушать ни пить не хочу δε θέλω ούτε να φάω ούτε να πιω•
на улице ни души στο δρόμο δεν υπάρχει ούτε ψυχή (κανένας)•
куда кинь все клин παρμ. όπου και να πας, μπαστούνια θα τα βρεις.
εκφρ.ни-ни – μη-μη ή όχι-όχι (απαγορεύεται, δεν κάνει).ни 2(πάντοτε άτονο) αποχωριζόμενο μέρος της αντων. «никто», «ничто» κ.τ.τ. σε συνδυασμό με συνδέσμους ο σύνδεσμος μπαίνει ανάμεσα από τα δυο μέρη: ни κ. кто:ни в коем случае σε καμιά περίπτωση•
ни с кем με κανέναν•
я ни к кому не ходил σε κανέναν δεν πήγαινα•
ни у кого не было папиросов κανένας δεν είχε τσιγάρα•
я ни на кого не надеюсь δεν ελπίζω σε κανέναν•
ни для кого этого не сделаю δε θα το φτιάσω για κανέναν.
-
16 ниже
ниже 11. συγκρ. β. του επ. низкий κ. του επιρ. низко.2. κάτω κατωτέρω•ниже истоков κάτω των πηγών.
3. (για βιβλία κ.τ.τ.) παρακάτω, πιο κάτω, κατωτέρω. || υπό, κάτω•колена κάτω από το γόνατο.
εκφρ.ниже достоинства – δεν ταιριάζει, υποτιμά, μειώνει την αξιοπρέπεια•ниже нуля – κάτω από το μηδέν.ниже 2σύνδ. συμπλ. (σε αρνητ. προτάσεις)• ακόμα όχι (ούτε). -
17 предложение
-я ουδ.1. προσφορά, παροχή•помощи παροχή βοήθειας.2. πρόταση•внести конкретные -я βάζω συγκεκριμένη πρόταση•
сделать предложение κάνω πρόταση, προτείνω•
- принято η πρόταση έγινε δεκτή•мирные -я ειρηνικές προτάσεις.
3. πρόταση γάμου.4. (οικν.) προσφορά•спрос и предложение ζήτηση και προσφορά.
εκφρ.делать предложение – κάνω πρόταση γάμου.-я ουδ. (γραμμ.) πρόταση•простое предложение απλή πρόταση•
сложное предложение σύνθετη πρόταση•
главное предложение κύρια πρόταση•
чгридаточ-ное предложение δευτερεύουσα πρόταση•
неполное предложение ελ-λειπής πρόταση.
(λογ.)βλ. суждение. -
18 притча
-ы θ.1. (γραπ. λόγος)• παραβολή, αλληγορικό ηθικοπλαστικό διήγημα. || αλληγορία, αλληγορική έκφραση•говорить -ами μιλώ αλληγορικά.
2. (σε ερωτηματικές και επιφωνη-ματικές προτάσεις)• ακατανόητο, ανεξήγητο πράγμα•что за -? τι (πράγμα) ειν αυτά;
εκφρ.притча на языцех – κοινολόγηση, σούσουρο. -
19 причинный
επ., βρ: -чинен, -чинна, -чинно.1. αιτιώδης, αιτιατός•-ая связь явлений η αιτιώδης σχέση των φαινομένων ή αιτιοκρατία των φαινομένων.
2. (γρα.μμ.) αιτιολογικός•причинныйые придаточные предложения δευτερεύουσες αιτιολογικές προτάσεις•причинный союз αιτιολογικός σύνδεσμος.
3. ένοχος• συμμέτοχος•я (к) этому делу не -нен σ αυτή την υπόθεση είμαι αμέτοχος.
-
20 составить
-влю, -вишь ρ.σ.μ.1. παραθέτω, παρατάσσω, βάζω δίπλα, μαζί•составить стулья в угол βάζω, κακτοποιώ τα καθίσματα στη γωνία.
|| συνενώνω, φέρω κοντά, πλησιάζω.2. φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω• εκτελώ• συνθέτω• ενώνω, συντάσσω•составить лестницу φτιάχνω σκάλα•
составить узор φτιάχνω διάκοσμο•
составить лекарство φτιάχνω φάρμακο•
составить план φτιάχνω πλάνο,
4. (κυρλξ. κ. μτφ) σχηματίζω, συγκροτώ• δημιουργώ• αποκτώ•хор συγκροτώ χορωδία•
составить новое правительство σχηματίζω νέα κυβέρνηση•
составить карьеру κάνω καριέρα•
составить себе имя δημιουργώ όνομα•
составить мнение σχηματίζω γνώμη•
составить себе представление σχηματίζω αντίληψη (εικόνα)•
ученики -ли предложения οι μαθητές έκαμαν προτάσεις.
5. αποτελώ•это не -ит препятствие αυτό δε θα αποτελέσει εμπόδιο•
это не -ит большого труда αυτό δε θα απαιτήσει μεγάλο κόπο,
6. κατεβάζω•составить цветы с подоконника на пол κατεβάζω τα λουλούδια από το κατώφλι του παραθυριού στο πάτωμα.
1. σχηματίζομαι, γίνομαι, δημιουργούμαι.2. συγκροτούμαι, ιδρύομαι• οργανώνομαι.3. αποτελούμαι κλπ. ρ.μ.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προτάσεις — πρότασις putting forward fem nom/voc pl (attic epic) πρότασις putting forward fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
Βίτγκενσταϊν, Λούντβιχ Γιόζεφ Γιόχαν — (Ludwig Josef Johann Wittgenstein,Βιέννη 1889 – Κέιμπριτζ 1951).Αυστριακός φιλόσοφος. Πήρε δίπλωμα μηχανικού στην Αυστρία και στη συνέχεια έφυγε στην Αγγλία για ειδίκευση. Εκεί συναντήθηκε με τον Μπέρτραντ Ράσελ και έγινε μαθητής του, στρέφοντας… … Dictionary of Greek
λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
συλλογισμός — Σύμφωνα με τον ορισμό που πρώτος έδωσε ο Αριστοτέλης, σ. είναι ένας τρόπος σκέψης, όπου, αφού τεθούν δύο προτάσεις, ακολουθεί ένα συμπέρασμα διαφορετικό από τις προτάσεις και αναγκαίο. Τόσο οι προτάσεις όσο και το συμπέρασμα αποτελούνται από… … Dictionary of Greek
επιχείρημα — Σύντομος συλλογισμός που αποτελείται από δύο ή περισσότερες προτάσεις και ένα συμπέρασμα. Οι προτάσεις ενός ε. πρέπει να τεκμηριώνουν την εξαγωγή του συμπεράσματος. Έτσι, είναι ανάγκη να τηρούνται δύο συνθήκες: κατ’ αρχάς, οι προτάσεις να είναι… … Dictionary of Greek
υποθετικός — ή, ό / ὑποθετικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑποτίθημι / ὑποθέτω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόθεση ή αυτός που διατυπώνεται ή υπάρχει μόνον ως υπόθεση («α. «υποθετικός κίνδυνος» β. «ὑποθετικὰ κέρδη», Αρρ.) νεοελλ. φρ. α) «υποθετικοί σύνδεσμοι» γραμμ … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
ου — (I) (ΑΜ oὐ, Α και οὐχί και οὐκί) (αρν. μόριο τής αρχαίας το οποίο χρησιμοποιείται πριν από σύμφωνο, συμπεριλαμβανομένου και τού δίγαμμα, ενώ το οὐκ και το οὐχ χρησιμοποιούνται πριν από φωνήεν που ψιλούται ή δασύνεται, αντίστοιχα, στο τέλος δε… … Dictionary of Greek