-
1 εκλέγω
-
2 ἐκλέγω
-
3 εκλεγω
(pf. pass. ἐξείλεγμαι - NT. ἐκλέλεγμαι)1) тж. med. выбирать, избирать, отбирать(ἐξ ἁπασῶν τοὺς ἀρίστους Xen.; πρεσβύτας Plat.; προτάσεις ἐξειλεγμέναι Arst.)
ἐκλελέχθαι εἴς τι Xen. — быть избранным для чего-л.2) редко med. собирать, взыскивать, взимать(χρήματα παρά τινος Thuc.; δασμοὺς ἔκ τινος Xen.; τέλη τινά Aeschin.; med. τέν δεκάτην τινός Xen.)
3) выбирать, вырывать, удалять(ἐκ τοῦ γενείου τὰς πολιάς, sc. τρίχας Arph.)
-
4 ἐκλέγω
Aἐκλεγήσεσθαι IG12.76.16
: [tense] pf. [voice] Pass.ἐξείλεγμαι Pl.Alc.1.121e
, and in med. sense, D.20.131, butἐκλέλεγμαι Diph. 44
, Posidipp.27.9 (prob.):— pick or single out, Th.4.59, etc.; esp. of soldiers, rowers, etc., X.HG1.6.19, Pl.R. 535a;ἐκ πάντων κεφάλαια Id.Lg. 811a
:—[voice] Pass., Id.Alc.l.c.; select, recondite,Diog.
Oen.23:—[voice] Med., pick out for oneself, choose, Hdt.1.199,3.38, D.l.c.;τὰ κάλλιστα Pl.Smp. 198d
, al.;ἐξ ἁπάντων Isoc.9.58
.2 Lit. Crit., select, λέξεις καλάς D.H.Comp.3; cf. ἐκλογή.3 [voice] Med., of God, elect, choose, LXX De.4.37, Ep.Eph.1.4, etc.4 ἐκλέγειν τὰς πολιὰς (sc. τρίχας) pull out one's grey hairs, Ar.Eq. 908, Fr. 410.II levy taxes or tribute,χρήματα παρά τινος Th.8.44
;τὰς ἐπικαρπίας And. 1.92
, cf. IG12.76.8 ([voice] Pass., ib.16) ;ἔκ τινων D.49.49
; take toll of,χαλκοῦς Thphr.Char.6.4
: c. acc. pers.,ἐ. τέλη τοὺς καταπλέοντας Aeschin.3.113
: c.acc. et gen.,τὴν δεκάτην τῶν πλοίων X.HG1.1.22
. -
5 εκλέγω
(αόρ. εξέλεξα, παθ. αόρ. εξελέχθην и εξελέγη ν) μετ.1) выбирать, делать выбор; 2) выбирать, избирать -
6 ἐκλέγω
ἐκ|λέγω выбирать, набирать (->ἐκλογή эклога; ср. эклектика) -
7 ἐκλέγω
+ V 34-55-22-18-12=141 Gn 6,2; 13,11; Nm 16,5.7; 17,20A: to elect, to choose Ez 20,38 M: to elect, to choose Gn 6,2 P: to be chosen 1 Chr 16,41ἐκλεξάσθωσαν ἑαυτοῖς let them choose for themselves 1 Kgs 18,23→ NIDNTT; TWNT -
8 εκλέγω
[эклэго] ρ выбирать, избирать. -
9 ἐκλέγω
-
10 εκλέγω
élire -
11 εκλέγω
wybierać czas. -
12 εκλέγω
1) volit2) zvolit -
13 εκλέγω
electΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εκλέγω
-
14 élire
εκλέγω -
15 elect
εκλέγω -
16 εκλέγετ'
ἐκλέγετε, ἐκλέγωpick: pres imperat act 2nd plἐκλέγετε, ἐκλέγωpick: pres ind act 2nd plἐκλέγεται, ἐκλέγωpick: pres ind mp 3rd sgἐκλέγετο, ἐκλέγωpick: imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)ἐκλέγετε, ἐκλέγωpick: imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) -
17 ἐκλέγετ'
ἐκλέγετε, ἐκλέγωpick: pres imperat act 2nd plἐκλέγετε, ἐκλέγωpick: pres ind act 2nd plἐκλέγεται, ἐκλέγωpick: pres ind mp 3rd sgἐκλέγετο, ἐκλέγωpick: imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)ἐκλέγετε, ἐκλέγωpick: imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) -
18 выбирать
выбирать 1) εκλέγω, διαλέγω 2) (голосованием) εκλέγω* * *1) εκλέγω, διαλέγω2) ( голосованием) εκλέγω -
19 выбрать
-беру, -берешь ρ.σ.μ.1. εκλέγω, επιλέγω, διαλέγω• ξεδιαλέγω, καθαρίζω•выбрать сор из семян καθαρίζω το σπόρο•
выбрать цитаты из классиков βγάζω περικοπές από τους κλασσικούς•
выбрать профессию εκλέγω επάγγελμα. выбрать себе модное платье διαλέγω για τον εαυτό μου φόρεμα μόδας.
2. εκλέγω με ψηφοφορία•выбрать президиум εκλέγω προεδρείο.
3. βγάζω, εξάγω• τραβώ, σύρω προς τα ε’ζω•выбрать все из сундука βγάζω όλα τα πράγματα από το σεντούκι" выбрать сеть τραβώ το δίχτυ.
|| εξαντλώ, καταναλώνω•выбрать все запасы εξαντλώ όλα τα αποθέματα.
4. βρίσκω, εξοικονομώ (για χρόνο)•не могу выбрать свободного часа δε μπορώ να βρω μια ώρα ελεύθερη.
5. λαβαίνω, παίρνω•выбрать патент παίρνω πατέντα,
απλ. βγάζω (ύστερα από συνδυασμούς, υπολογισμούς)" выбрать из остатков материала платье βγάζω (κόβω), από περισσεύματα (κομμάτια) υφασμάτων, ένδυμα.1. βγαίνω, εξέρχομαι με δυσκολία, ανάμεσα απο•выбрать из болота βγαίνω μέ δυσκολία από το βάλτο.
|| απαλλάσσομαι•выбрать из долгов βγαίνω από τα χρέη.
2. μετοικώ, μετακομίζομαι, αλλάζω κατοικία.3. βλ. выбрать (4 σημ.). -
20 εκλέγεσθε
ἐκλέγωpick: pres imperat mp 2nd plἐκλέγωpick: pres ind mp 2nd plἐκλέγωpick: imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic)
См. также в других словарях:
ἐκλέγω — pick pres subj act 1st sg ἐκλέγω pick pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκλέγω — εκλέγω, εξέλεξα βλ. πίν. 139 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εκλέγω — (I) (AM ἐκλέγω) Ι. 1. διαλέγω, ξεχωρίζω 2. αναδεικνύω κάποιον σε αξίωμα με εκλογή, με ψηφοφορία 3. μαζεύω, συλλέγω 4. (για τον θεό) διαλέγω και προορίζω αρχ. μσν. (για φόρους) εισπράττω αρχ. 1. αποσπώ, αφαιρώ 2. δηλώνω, κοινοποιώ 3. (μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek
εκλέγω — έκλεξα, εκλέχτηκα, εκλεγμένος, η, ο, μτβ. 1. ξεχωρίζω από πολλά ένα ή περισσότερα ως καλύτερα, προτιμώ, διαλέγω. 2. με την ψήφο μου σε εκλογές δείχνω την προτίμησή μου για έναν υποψήφιο ή για ένα πολιτικό κόμμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκλέγεσθε — ἐκλέγω pick pres imperat mp 2nd pl ἐκλέγω pick pres ind mp 2nd pl ἐκλέγω pick imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλέγετε — ἐκλέγω pick pres imperat act 2nd pl ἐκλέγω pick pres ind act 2nd pl ἐκλέγω pick imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλέγῃ — ἐκλέγω pick pres subj mp 2nd sg ἐκλέγω pick pres ind mp 2nd sg ἐκλέγω pick pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξειλεγμένα — ἐκλέγω pick perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐξειλεγμένᾱ , ἐκλέγω pick perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐξειλεγμένᾱ , ἐκλέγω pick perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλεγομένων — ἐκλέγω pick pres part mp fem gen pl ἐκλέγω pick pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλεγόμεθα — ἐκλέγω pick pres ind mp 1st pl ἐκλέγω pick imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλεγόμενον — ἐκλέγω pick pres part mp masc acc sg ἐκλέγω pick pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)