-
1 προτασις
- εως ἥ1) лог. положение, предложениеπ. ἐστι λόγος καταφατικὸς ἢ ἀποφατικὸς τινὸς κατά τινος Arst. — предложение есть утверждение или отрицание чего-л. о чем-л.
2) лог. (пред)посылка3) вопрос (для обсуждения), тема(προτάσεις καὴ προκλήσεις Plut.)
4) грам. протасис, обусловливающая часть периода -
2 διαγραφω
1) чертить, вычерчивать(τὰ ἐν ταῖς ἀνατομαῖς διαγεγραμμένα Arst.; τῇ ῥάβδῳ τι Plut.)
2) изображать в виде чертежа, набрасывать(πόλιν Plat.; σχῆμα πόλεως Arst.)
3) описывать(λόγῳ Plat.)
4) вычеркивать из списка(τοὺς ἱππέας Arph.)
; перен. перечеркивать, отклонять, отбрасывать(τὰ τοιαῦτα πάντα Plat.)
5) отменять, аннулировать(διαγράψαι τὸ δόγμα Plut.)
6) тж. med. юр. прекращатьδιαγέγραπταί μοι δίκη Arph. — мое дело прекращено;
διεγράψαντό μου τὰς δίκας Lys. — они подали возражение против моего иска7) составлять перечень, перечислять(τὰς προτάσεις Arst.)
8) составлять, сочинять(συνθῆκαι διαγραφεῖσαι Polyb.)
9) воен. производить набор, набирать(στρατιώτας Polyb.)
10) расписывать, распределять, разверстывать(τὸ διαγραφὲν ἀργύριον Arst.)
; назначать, распределять(χώρας καὴ δωρεάς τισι Plut.; σατραπείας Diod.)
-
3 εκλεγω
(pf. pass. ἐξείλεγμαι - NT. ἐκλέλεγμαι)1) тж. med. выбирать, избирать, отбирать(ἐξ ἁπασῶν τοὺς ἀρίστους Xen.; πρεσβύτας Plat.; προτάσεις ἐξειλεγμέναι Arst.)
ἐκλελέχθαι εἴς τι Xen. — быть избранным для чего-л.2) редко med. собирать, взыскивать, взимать(χρήματα παρά τινος Thuc.; δασμοὺς ἔκ τινος Xen.; τέλη τινά Aeschin.; med. τέν δεκάτην τινός Xen.)
3) выбирать, вырывать, удалять(ἐκ τοῦ γενείου τὰς πολιάς, sc. τρίχας Arph.)
-
4 λαμβανω
тж. med. (fut. λήψομαι - ион. λάμφομαι, NT. λήμφομαι, дор. λαψοῦμαι, aor. 2 ἔλαβον, ἔλλαβον и λάβον, pf. εἴληφα; med.: aor. ἐλαβόμην, ἐλλαβόμην и λελαβόμην; pass.: fut. ληφθήσομαι, aor. ἐλήφθην - ион. ἐλάμφθην, pf. εἴλημμαι; imper. λαβέ и λάβε; adj. verb. ληπτός, ληπτέος - ион. λαμπτέος; inf. aor. 2 λαβεῖν)1) брать, хватать(χειρὴ χεῖρα, χείρεσσι φιάλαν Hom.; ἐν χεροῖν στέφη Soph.; βιβλιον NT.)
ἐλλάβετο σχεδίης Hom. — (Одиссей) ухватился за плот;λαβὼν κύσε χειρα Hom. — он схватил и поцеловал руку (Одиссея)2) обхватывать, обнимать(γούνατά τινος, γούνων τινά Hom.)
3) брать с собой, уводить(ἑτάρους Hom.)
ξυμπαραστάτην λ. τινά Soph. — брать кого-л. с собой в помощники;λαβόντες τοῦ βαρβαρικοῦ στρατοῦ Xen. — взяв с собой иноземный отряд4) захватывать, угонять, уносить, похищать(ἵππους, τὰ μῆλα, κτήματα πολλά Hom.)
ζῶντες ἐλάμφθησαν Her. — они были захвачены живьем5) отнимать(χιτῶνά τινος NT.)
6) захватывать, завладевать(Σικελίαν, αἰχμαλώτους Thuc.; βασιλείαν ἑαυτῷ NT.)
ἀρχῆς λαβέσθαι καὴ κράτους τυραννικοῦ Soph. — захватить господство и царскую власть7) (о чувствах и т.п.) охватывать(χόλος λάβε τινά Hom.; λαμβάνεσθαι ἔρωτι Xen.; ἔκστασις ἔλαβεν ἅπαντας NT.)
λαβέσθαι ὑπὸ νόσου Her. и νόσῳ Soph. — заболеть;ὅ δαίμων τινὰ λελάβηκε Her. — божество вселилось в кого-л.;Ῥέᾳ ληφθῆναι Luc. — быть одержимым Реей;κνέφας λαμβάνει τέμενος αἰθέρος Aesch. — тьма покрывает небесный свод8) ( в качестве гостя) принимать(τινὰ εἰς οἰκίαν NT.)
9) связывать, обязывать(τινὰ πίστι καὴ ὁρκίοισι Her.)
ἀραῖον λ. τινά Soph. — связать кого-л. заклятьем10) захватывать, застигать, ловить(τὸν αὐτόχειρα τοῦ φόνου Soph.; κλέπτοντά τινα Arph.)
λ. τινὰ ψευδόμενον Plat. — уличить кого-л. в обмане;δρῶν εἰλημμένος Arph. — захваченный на месте преступления11) натыкаться, (случайно) встречать, находить(τινὰ ἐν κακοῖς Soph.)
12) ( о взысканиях) налагать13) возлагать на себя, надевать(Ἑλληνίδα ἐσθῆτα Her.)
14) перен. схватывать, воспринимать, созерцать(θέαν ὄμμασιν Soph.)
15) постигать, усваивать, понимать(νόῳ Her. и ἐν νῷ Polyb.; ἐν τῇ γνώμῃ Xen.; τῇ διανοίᾳ Plat.)
16) (вос)приниматьλαβεῖν πρὸς ἀτιμίαν Plut. — воспринять как оскорбление;
τὸ πρᾶγμα μειζόνως λαβεῖν Thuc. — принять дело всерьез;λάβετε τοὺς λόγους μέ πολεμίως Thuc. — не примите этих слов в неприязненном смысле;λαβεῖν τι πρὸς δέος Plut. — испугаться чего-л.;θάνατον λαβεῖν Eur. — принять смерть, умереть;τὰ ἐξ ἀρχῆς ληφθέντα Arst. — принятые вначале положения;αἱ εἰλημμέναι προτάσεις Arst. — допущенные положения;οὐ λ. πρόσωπον NT. — не взирать на лица, т.е. относиться беспристрастно17) предпринимать(πεῖράν τινος NT.)
συμβούλιον λαβεῖν NT. — устроить совещание18) объяснять, истолковывать(περί τινος τί ἐστι Arst.)
ταύτῃ ταῦτα ἐλάμβανον Her. — они так объяснили эти (слова)19) оценивать, определять(τέν ξυμμέτρησίν τινος Thuc.)
20) полагать, считать(ποθεινότερόν τι Thuc.)
21) получать, (при)обретать(κέρδος Arph.; ὄνομα Plat.; δόξαν παρὰ ἀνθρώπων NT.)
λ. ὕψος Thuc. — расти в высоту;λαβεῖν κλέος Hom., Soph. — стяжать славу;λαβεῖν ἀνὰ δηνάριον NT. — получить по динарию;γέλωτα μωρίαν τε λ. ἔν τινι Eur. — стать за (свое) неразумие посмешищем у кого-л.;αἰτίαν ἀπό τινος λ. Thuc. — навлечь на себя упреки с чьей-л. стороны;λαβεῖν τέν ἀξίην Her. — получить по заслугам22) получать, извлекать(οἶνον ἐκ τοῦ χωρίου Arph.; λ. μισθὸν ἐκ τῆς ἀρχῆς Plat.)
23) приобретать, покупать24) доходить, достигатьπρὸς τὸ μνηστεύεσθαι λ. ἡλικίαν Isocr. — достигнуть брачного возраста;
λ. νόστον Eur. — дождаться возвращения на родину;λαβέσθαι τῶν ὀρῶν Thuc. — углубиться в горы;λαβέσθαι Δήλου Thuc. — прибыть в Делос;τέν Ἶδην λαβὼν ἐς ἀριστερέν χέρα Her. — оставив слева (гору) Иду;πρῶτον ἀληθείας λαβοῦ Plat. — прежде всего узнай истину25) начинать ощущать, ощутить, почувствовать(ὀργήν Eur.; φόβον Soph.; εὔνοιαν Thuc.)
λ. θυμόν Hom. — воспрянуть духом;λ. αἰδῶ Soph. — ощутить стыд, устыдиться;λήθην λαβεῖν τινος NT. — забыть о чем-л. -
5 δελεαστικός
-
6 συγκαταβατικός
η, ό[ν]1) снисходительный, мягкий; терпимый; уступчивый; 2) сходный, приемлемый, выгодный (о цене и т. п.);συγκαταβατικες προτάσεις — приемлемые условия;
σε συγκαταβατική τιμή — по сходной цене
См. также в других словарях:
προτάσεις — πρότασις putting forward fem nom/voc pl (attic epic) πρότασις putting forward fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
Βίτγκενσταϊν, Λούντβιχ Γιόζεφ Γιόχαν — (Ludwig Josef Johann Wittgenstein,Βιέννη 1889 – Κέιμπριτζ 1951).Αυστριακός φιλόσοφος. Πήρε δίπλωμα μηχανικού στην Αυστρία και στη συνέχεια έφυγε στην Αγγλία για ειδίκευση. Εκεί συναντήθηκε με τον Μπέρτραντ Ράσελ και έγινε μαθητής του, στρέφοντας… … Dictionary of Greek
λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
συλλογισμός — Σύμφωνα με τον ορισμό που πρώτος έδωσε ο Αριστοτέλης, σ. είναι ένας τρόπος σκέψης, όπου, αφού τεθούν δύο προτάσεις, ακολουθεί ένα συμπέρασμα διαφορετικό από τις προτάσεις και αναγκαίο. Τόσο οι προτάσεις όσο και το συμπέρασμα αποτελούνται από… … Dictionary of Greek
επιχείρημα — Σύντομος συλλογισμός που αποτελείται από δύο ή περισσότερες προτάσεις και ένα συμπέρασμα. Οι προτάσεις ενός ε. πρέπει να τεκμηριώνουν την εξαγωγή του συμπεράσματος. Έτσι, είναι ανάγκη να τηρούνται δύο συνθήκες: κατ’ αρχάς, οι προτάσεις να είναι… … Dictionary of Greek
υποθετικός — ή, ό / ὑποθετικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑποτίθημι / ὑποθέτω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόθεση ή αυτός που διατυπώνεται ή υπάρχει μόνον ως υπόθεση («α. «υποθετικός κίνδυνος» β. «ὑποθετικὰ κέρδη», Αρρ.) νεοελλ. φρ. α) «υποθετικοί σύνδεσμοι» γραμμ … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
ου — (I) (ΑΜ oὐ, Α και οὐχί και οὐκί) (αρν. μόριο τής αρχαίας το οποίο χρησιμοποιείται πριν από σύμφωνο, συμπεριλαμβανομένου και τού δίγαμμα, ενώ το οὐκ και το οὐχ χρησιμοποιούνται πριν από φωνήεν που ψιλούται ή δασύνεται, αντίστοιχα, στο τέλος δε… … Dictionary of Greek