-
1 μητρώο(ν)
τό1) книга записей; реестр; (поимённый) список, матрикул (уст.); метрическая книга;μητρώο(ν) δημοσίων υπαλλήλων — книга для регистрации государственных служащих;
στρατολογικό μητρώο(ν) — список призывников;
μητρώο(ν) αρρένων — мобилизационный список, список мужского населения;
ποινικό μητρώο(ν) — книга регистрации лиц, привлекавшихся к уголовной ответственности;
έχω λευκό ποινικό μητρώο(ν) — не иметь судимости;
εγγράφομαι στο μητρώο(ν) — регистрироваться, отмечаться;
εγγράφω στο μητρώο(ν) — производить метрическую запись; — регистрировать 2) πλ. регистратура
-
2 μητρώο(ν)
τό1) книга записей; реестр; (поимённый) список, матрикул (уст.); метрическая книга;μητρώο(ν) δημοσίων υπαλλήλων — книга для регистрации государственных служащих;
στρατολογικό μητρώο(ν) — список призывников;
μητρώο(ν) αρρένων — мобилизационный список, список мужского населения;
ποινικό μητρώο(ν) — книга регистрации лиц, привлекавшихся к уголовной ответственности;
έχω λευκό ποινικό μητρώο(ν) — не иметь судимости;
εγγράφομαι στο μητρώο(ν) — регистрироваться, отмечаться;
εγγράφω στο μητρώο(ν) — производить метрическую запись; — регистрировать 2) πλ. регистратура
-
3 право
1. (государственные нормы и правила, законы и постановления государства) το δικαίωμαбез - а передачи χωρίς δικαίωμα μεταβίβασης/μεταφοράςконосамент без - а передачи φορτωτική χωρίς το - μετάδο-σης/μεταφοράς2. юр. το δίκαιο 3. (возможность действовать, поступать каким-л. образом) το δικαίωμα, η απαίτησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > право
-
4 судимость
юр. το ποινικό μητρώο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > судимость
-
5 право
прав||о Iс1. τό δικαίωμα:\право голоса τό δικαίωμα ψήφου· всеобщее избирательное \право δικαίωμα ψήφου γιά ὅλους· гражданские \правоа́ τά πολιτικά δικαιώματα· поражение в \правоа́х ἡ στέρησις τῶν δικαιωμάτων восстановление в \правоах ἡ ἀποκατάσταση τῶν δικαιωμάτων получить \право гражданства прям., перен πολιτογρα-φοῦμαι· отстаивать свой \правоа́ διεκδικώ τά δικαιώματα μου· иметь \право на что́-л. ἔχω δικαίωμα γιά κάτν лишать \правоа στερώ τών δικαιωμάτων вступать в свой \правоа μπαίνω σέ ἰσχύ, τίθεμαι ἐν ίσχύϊ· весна вступила в свой \правоа Εφτασε ἡ ἀνοιξη· с полным \правоом μέ πλήρες δικαίωμα· по какому \правоу? μέ ποιο δικαίωμα;· по \правоу δικαιωματικά· 2· юр. τό δίκαιο[ν]:гражданское \право τό ἀστικό δίκαιο· уголовное \право τό ποινικό δίκαιο· международное \право τό διεθνές δίκαιο·3. (свидетельство) ἡ ἄδεια:водительские \правоа ἄδεια ὀδηγοῦ αὐτοκινήτου.право IIвводн. сл. μά τήν ἀλήθεια:я, \право-, не знаю μά τήν ἀλήθεια δέν ξέρω. -
6 судимость
суди́мост||ьж ἡ καταδίκη, ἡ ποινή:не иметь \судимостьи δέν ἔχω καταδικαστεί, ἔχω λευκό ποινικό μητρώο. -
7 уголовный
уголовн||ыйприл ποινικός, ἐγκληματικός:\уголовныйый кодекс ὁ ποινικός κωδιξ· \уголовныйый суд τό κακουργοδικεῖον \уголовныйое право τό ποινικό[ν] δίκαιο[ν]· \уголовныйый престу́пиик ὁ ἐγκληματίας, ὁ ἔνοχος κακουργήματος· \уголовныйый розыск ἡ ὑπηρεσία ποινικής διώξεως. -
8 δίκαιο
[ν] τό1) право, справедливое требование; правота;έχω δίκαιο — быть правым;
δεν έχω δίκαιο — быть неправым;
διεκδικώ τα δίκαια μου отстаивать свои права;2) справедливость; εν ονόματι τού δικαίου во имя справедливости; 3) правосудие;απονέμω δίκαιο — отправлять правосудие;
4) юр. право; юриспруденция;δημόσιο (ποινικό, διεθνές) δίκαιο — государственное (уголовное, международное) право:
συνταγματικό δίκαιο — конституционное право;
ιδιωτικό ( — или αστικό) δίκαιο — гражданское право;
5) закон, правило;άγραφο δίκαιο — неписаный закон
-
9 δικαστήριο(ν)
τό1) суд; трибунал;δικαστήριο(ν) των ενόρκων — суд присяжных;
πολιτικό (ποινικό) δικαστήριο(ν) — гражданский (уголовный) суд;
στρατιωτικό δικαστήριο(ν) — военный трибунал;
Λαϊκό δικαστήριο(ν) — народный суд;
απευθύνομαι προς το δικαστήριο(ν) — обращаться в суд;
παραπέμπομαι ενώπιον τού δικαστηρίου — предстать перед судом;
παραπέμπω στο δικαστήριο(ν) — отдавать под суд, предавать суду;
2) здание суда;3) суд, судебное разбирательство; судебное дело;η υπόθεση έφτασε στα δικαστήρια — дело дошло до суда;
αύριο έχω δικαστήριο(ν) — завтра у меня заседание в суде
-
10 δικαστήριο(ν)
τό1) суд; трибунал;δικαστήριο(ν) των ενόρκων — суд присяжных;
πολιτικό (ποινικό) δικαστήριο(ν) — гражданский (уголовный) суд;
στρατιωτικό δικαστήριο(ν) — военный трибунал;
Λαϊκό δικαστήριο(ν) — народный суд;
απευθύνομαι προς το δικαστήριο(ν) — обращаться в суд;
παραπέμπομαι ενώπιον τού δικαστηρίου — предстать перед судом;
παραπέμπω στο δικαστήριο(ν) — отдавать под суд, предавать суду;
2) здание суда;3) суд, судебное разбирательство; судебное дело;η υπόθεση έφτασε στα δικαστήρια — дело дошло до суда;
αύριο έχω δικαστήριο(ν) — завтра у меня заседание в суде
-
11 ποινικός
η, ό[ν] уголовный;ποινικός κώδικας ( — или κώδιξ) — или ποινικ νόμος — уголовный кодекс;
ποινικό δίκαιο — уголовное право;
ποινική δικονομία — уголовное процессуальное право;
ποινικός κατάδικος — или κατάδικος τού κοινού ποινικού δικαίου — уголовник, уголовный преступник;
ποινική δίωξη — привлечение к уголовной ответственности;
§ ποινική ρήτρα — клаузула (договора)
-
12 право
право 1-а, πλθ. -а ουδ.1. δικαίωμα•избирательное право εκλογικό δικαίωμα•
гражданские -а τα πολιτικά δικαιώματα•
право на отдых δικαίωμα ανάπαυσης•
право на труд δικαίωμα εργασίας•
право нации на самоотределение δικαίωμα του έθνους για αυτοδιάθεση•
-а и объя-занности δικαιώματακαι υποχρεώσεις•
лишить прав гражданства στερώ των πολιτικών δικαιωμάτων•
какое вы имеете право τι δικαίωμα έχετε•
не имеете право δεν έχετε δικαίωμα.
2. δίκαιο•буржуазное право αστικό δίκαιο•
международное право διεθνές δίκαιο•
уголовное право ποινικό δίκαιο.
3. άδεια•водительские -а άδεια οδηγού αυτοκινήτου•
право на охоту άδεια κυνηγίου.
εκφρ.в -е (сделать) – έχω το δικαίωμα, δικαιούμαι•на -ах – με την ιδιότητα•по -у – νόμιμα, δικαιωματικά•на равных правах – με ίσα δικαιώματα.право 2(παρνθ. λ.).1. πραγματικά, αλήθεια.2. λόγω τιμής, μα την αλήθεια•право слово λόγω τιμής.
-
13 процесс
-а α.1. πορεία• εξέλιξη, προτσές•процесс творчества η πορεία της δημιουργίας•
процесс работы η πορεία της εργασίας•
процесс игры η εξέλιξη του παιγνιδιού•
производственный процесс το προτσές της παραγωγής.
(ιατρ.) προσβολή•воспалительный процесс η εξέλιξη της φλεγμονής•
процесс в лгких φυματίωση των πνευμόνων.
2. (νομ.) διαδικασία• εκδίκαση• δίκη•выиграть процесс κερδίζω τη δίκη•
гражданский процесс πολιτική δίκη, πολιτικό δικαστήριο•
уголовный процесс ποινικό δικαστήριο (δίκη)•
возбудить процесс ξεκινώ δικαστήριο•
вести процесс против кого-н. κάνω δικαστήριο κατά κάποιου.
-
14 sabıkasız
με λευκό ποινικό μητρώο
См. также в других словарях:
ποινικό μητρώο — Θεσμός του ποινικού δικαίου, ο οποίος διέπεται από τα άρθρα 573 580 ΚΠΔ και από μια σειρά οργανωτικών νόμων. Στο ποινικό μητρώο καταχωρίζονται οι ποινικές καταδίκες κατά τρόπο ώστε να είναι δυνατή η παρακολούθηση της ποινικής συμπεριφοράς του… … Dictionary of Greek
Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο — (ΔΠΔ). Το πρώτο ανεξάρτητο και διαρκές διεθνές ποινικό δικαστήριο που ιδρύθηκε στις 17 Ιουλίου 1998 υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, με την υιοθέτηση του καταστατικού του από τη Διπλωματική Διάσκεψη της Ρώμης. Το ΔΠΔ έχει ως αρμοδιότητα την εκδίκαση… … Dictionary of Greek
κακουργιοδικείο — Ποινικό δικαστήριο που ήταν αρμόδιο για την εκδίκαση των κακουργημάτων και έχει αντικατασταθεί από τα μεικτά ορκωτά δικαστήρια. Βλ. λ. Μεικτά Ορκωτά Δικαστήρια. * * * και κακουργοδικείο, το το δικαστήριο που είναι αρμόδιο κατά τον νόμο για την… … Dictionary of Greek
κατακράτηση — Ποινικό αδίκημα, το οποίο διαπράττει όποιος στερεί την ελευθερία άλλου, κλείνοντάς τον σε περιορισμένο χώρο παρά τη θέλησή του ή περιορίζοντας τις κινήσεις του κατά οποιονδήποτε τρόπο. Τιμωρείται με φυλάκιση, ανάλογα με τη διάρκειά της. Οι νόμοι… … Dictionary of Greek
ποινικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποινή, η οποία επιβάλλεται για κολάσιμη πράξη 2. (ειδικά) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα αδικήματα για τα οποία επιβάλλονται ποινές από τα δικαστήρια 3. το αρσ. ως ουσ. ο ποινικός ο κρατούμενος στη … Dictionary of Greek
αδίκημα — Πράξη ή παράλειψη αντίθετη με τους νομικούς κανόνες, που έχει ως αποτέλεσμα τη βλάβη ή την προσβολή ενός δημόσιου ή ιδιωτικού αγαθού (ζωή, τιμή, περιουσία κλπ. ατόμων, ακεραιότητα, παραβίαση μυστικών κλπ. της χώρας, ασφάλεια του κρατούντος… … Dictionary of Greek
δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη … Dictionary of Greek
επίθεση — Όρος που αναφέρεται τόσο στο διεθνές όσο και στο εθνικό, ιδιαίτερα το ποινικό δίκαιο, καθώς επίσης και στην πολιτική επιστήμη. ε. στο διεθνές δίκαιο. Ο όρος άρχισε να έχει μεγάλη σημασία από την εποχή της KTE (Κοινωνίας των Εθνών) με την… … Dictionary of Greek
έγκλημα — Κάθε αδίκημα αντίθετο με τον νόμο, για το οποίο η πολιτεία προβλέπει την επιβολή ποινής. Η κοινή χρήση του όρου έ. είναι πολύ πιο περιορισμένη από τη νομική. Αναφέρεται, συνήθως, στις πολύ βαριές παραβάσεις των ηθικών αρχών ή των πολύ γνωστών… … Dictionary of Greek
αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… … Dictionary of Greek
δόλος — Νομικός όρος που στο αστικό δίκαιο συνιστά, μαζί με την αμέλεια, την υπαιτιότητα (πταίσμα), όπου απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης αποζημίωσης. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περίπτωση αθέτησης συμβατικών υποχρεώσεων ή πρόκλησης παράνομης ζημίας … Dictionary of Greek